.
.
Νοσταλγικοί σκοποί του Πόντου

Τ’ εμόν τ’ αρνίν περήφανον

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Τ’ εμόν τ’ αρνίν περήφανον
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Τ’ εμόν τ’ αρνίν περήφανον,
τ’ εμόν τ’ αρνίν μικρίκον
’Κι ’ξερ’ ας σα τερτόπα μου
ταπιέτ’ έχ̌’ αΐκον

Ανάθεμα τη μάνα σο(υ)
την τσούναν την Εβραίισα
’Κ’ εφέκε σε να χ̌αίρουμαι
μίαν αναλλαγμέντσα

Ομμάτι͜α, ομματόφρυδα̤
ο κόσμος εγομώθεν
Ατό τη τσούνας το κουτάβ’
και σίναν ’κ’ εκομπώθεν;

Έχασα μάγ’λα κόκκινα
ομμάτι͜α άμον ελαίας
Ερρούξα κι αραεύ’ ατα
σου πουλί’ τα φωλέας
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αΐκοντέτοιο/α
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αναλλαγμέντσααυτή που φοράει τα καλά/γιορτινά της ρούχα
αραεύ’ψάχνω/ει, αναζητώ/άει, γυρεύω/ει aramak
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
ατααυτά
εγομώθενγέμισε
εκομπώθενξεγελάστηκε, εξαπατήθηκε, μτφ. σαγηνεύτηκε κομβόω
ελαίας(τα) ελιές, (τη) ελιάς
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
ερρούξαέπεσα
εφέκεάφησε
έχ̌’έχει
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μάγ’λαμάγουλα magulum
μίανμια φορά
μικρίκονμικρούλης/α/ικο
ομμάτι͜αμάτια
πουλί’πουλιού
σίναν(σε τίναν) σε ποιον/α;
ταπιέτ’συνήθεια, χαρακτηριστικό, ο χαρακτήρας ενός ανθρώπου tabiat/ṭabīʿat
τερτόπα(υποκορ.) καημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
τσούνανσκύλα κύων→κύαινα
τσούναςσκύλας κύων→κύαινα
φωλέας(ονομ.πληθ.) φωλιές, (γεν. ενικού) φωλιάς
χ̌αίρουμαιχαίρομαι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αΐκοντέτοιο/α
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αναλλαγμέντσααυτή που φοράει τα καλά/γιορτινά της ρούχα
αραεύ’ψάχνω/ει, αναζητώ/άει, γυρεύω/ει aramak
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
ατααυτά
εγομώθενγέμισε
εκομπώθενξεγελάστηκε, εξαπατήθηκε, μτφ. σαγηνεύτηκε κομβόω
ελαίας(τα) ελιές, (τη) ελιάς
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
ερρούξαέπεσα
εφέκεάφησε
έχ̌’έχει
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μάγ’λαμάγουλα magulum
μίανμια φορά
μικρίκονμικρούλης/α/ικο
ομμάτι͜αμάτια
πουλί’πουλιού
σίναν(σε τίναν) σε ποιον/α;
ταπιέτ’συνήθεια, χαρακτηριστικό, ο χαρακτήρας ενός ανθρώπου tabiat/ṭabīʿat
τερτόπα(υποκορ.) καημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
τσούνανσκύλα κύων→κύαινα
τσούναςσκύλας κύων→κύαινα
φωλέας(ονομ.πληθ.) φωλιές, (γεν. ενικού) φωλιάς
χ̌αίρουμαιχαίρομαι
Τ’ εμόν τ’ αρνίν περήφανον

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost