.
.
Ο ταξιδευτής

SOS

SOS
fullscreen
Το πουλόπο μ’ SOS,
[Όι όι, όι όι, όι όι, ούι αμάν!]
έστειλεν αρ’ οψέ κέσ’
Είπε με, «αν αγαπάς με,
[Όι όι, όι όι, όι όι, ούι αμάν!]
έλα και ας ψαλαφάς με»

Ο πατέρα μ’ θέλ’ ν’ αντρίζ’ με,
αν ’κι θέλω ’κι νουνίζ’νε
Άντραν δίν’νε με με βίον
και ας έν’ τ’ εμόν ο θείον

Το πουλόπο μ’ SOS,
[Όι όι, όι όι, όι όι, ούι αμάν!]
έστειλεν αρ’ οψέ κέσ’
«Με το ζόρ’», λέει με «’κι αντρίζω!
[Όι όι, όι όι, όι όι, ούι αμάν!]
Πώς το ψ̌όπο μ’ να κλαινίζω;»

Τηνάν ’κι αγαπώ αν παίρω
ση ζωή μ’ θα υποφέρω
SOS στείλ’ το πουλόπο μ’,
εβρουλίεν το καρδόπο μ’

Το πουλόπο μ’ SOS,
[Όι όι, όι όι, όι όι, ούι αμάν!]
έστειλεν αρ’ οψέ κέσ’
Άλλο ’κ’ έν’ θα αποθάνω
[Όι όι, όι όι, όι όι, ούι αμάν!]
την τρυγόνα μ’ αν θα χάνω

Θα παίρω τ’ αεροπλάνον
πριν ν’ αντρίζ’ν’ α’ να προφτάνω
Έστειλεν αρ’ οψέ κέσ’
το πουλόπο μ’ SOS
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
α’(ατό) αυτό, το
αντρίζ’παντρεύει, παντρεύεται
αντρίζ’ν’παντρεύουν
αντρίζωβρίσκω άντρα, παντρεύω/ομαι
αποθάνωπεθαίνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
βίοντο βιος, το σύνολο των ζωντανών που έχει στην ιδιοκτησία του κάποιος, η περιουσία κάποιου
δίν’νεδίνουν
εβρουλίενφλογίστηκε, κάηκε
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έν’είναι
ζόρ’ζόρι zor/zūr
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καρδόποκαρδούλα
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλαινίζωστενοχωρώ, κάνω κπ να κλάψει
νουνίζ’νεσκέφτονται
οψέχθες
παίρωπαίρνω
πουλόποπουλάκι
στείλ’στέλνω/ει
τηνάναυτόν/ην που
τρυγόνατο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ψαλαφάςζητάς, αιτείσαι
ψ̌όποψυχούλα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
α’(ατό) αυτό, το
αντρίζ’παντρεύει, παντρεύεται
αντρίζ’ν’παντρεύουν
αντρίζωβρίσκω άντρα, παντρεύω/ομαι
αποθάνωπεθαίνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
βίοντο βιος, το σύνολο των ζωντανών που έχει στην ιδιοκτησία του κάποιος, η περιουσία κάποιου
δίν’νεδίνουν
εβρουλίενφλογίστηκε, κάηκε
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έν’είναι
ζόρ’ζόρι zor/zūr
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καρδόποκαρδούλα
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλαινίζωστενοχωρώ, κάνω κπ να κλάψει
νουνίζ’νεσκέφτονται
οψέχθες
παίρωπαίρνω
πουλόποπουλάκι
στείλ’στέλνω/ει
τηνάναυτόν/ην που
τρυγόνατο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ψαλαφάςζητάς, αιτείσαι
ψ̌όποψυχούλα
SOS

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost