.
.
Ο ταξιδευτής

Αφιέρωμα στον Τσανάκαλη

Αφιέρωμα στον Τσανάκαλη
fullscreen
Τ’ αηδόνα̤ ελωλώθανε
άλλο ’κι κελαηδούνε
«Έφυεν ο Τσ̌ανάκαλης»
κλαίν’ και μοιρολογούνε

Οι φίλ’ όταν χωρίουνταν
εικόνας πα δακρύζ’νε
Τα τσ̌ιτσ̌έκια μαραίν’ντανε,
άλλο ’κι σκουντουλίζ’νε

♫

Άλλο τη λύρα σ’ ’κ’ έπαιξες,
Γιάννε, γιάμ’ εχολιάστες;
Για πέει μας πού ευρίεσαι,
Γιάννε, μέρ’ εβραδι͜άστες;

Αχ, Γιάννε μ’, βάι, Γιάννε μ’,
εκεί όθεν πας·
εκεί έν’ ο Γώγον
άι! και ο Αϊβά͜ης
Θ’ ανταμώντς τον Γώγον
άι! και τον Αϊβάζ’

Σο μουχαπέτ’ ντο κάθουμες
κανείς ’κι παίρ’ τον τόπο σ’
Τ’ ομμάτι͜α μουν σ’ εξώπορτον
και για τ’ εσέν ο λόγος

Αχ, Γιάννε μ’, βάι, Γιάννε μ’,
εκεί όθεν πας·
εκεί έν’ ο Σταύρης
άι! και ο Αϊβά͜ης
Θ’ ανταμώντς τον Μήτκα
άι! και τον Γιοπάζ’

Ο Γιάννες ο Τσ̌ανάκαλης,
χρυσόν ψ̌ην και καρδίαν
Ας έτον ξαν να έτονε
μετ’ εμάς αλλομίαν

Αχ, Γιάννε μ’, βάι, Γιάννε μ’,
εκεί όθεν πας·
εκεί έν’ η μάνα σ’
τηνάν αγαπάς
Θα ελέπ’ς τη μάνα σ’
κι απαροθυμάς
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αλλομίανάλλη μια φορά
ανταμώντςανταμώνεις, συναντάς
απαροθυμάςαποβάλλεις/ξεπερνάς τη νοσταλγία
γιάμ’μήπως, ή μη ya/yā + μη
δακρύζ’νεδακρύζουν
εβραδι͜άστεςβραδιάστηκες
εικόνας(ονομ. πληθ., τα) εικόνες
ελέπ’ςβλέπεις
ελωλώθανεσάστισαν, θόλωσε το μυαλό τους
έν’είναι
εξώπορτονεξώπορτα
έτονήταν
έτονεήταν
ευρίεσαιβρίσκεσαι
έφυενέφυγε
εχολιάστεςθύμωσες, αγανάκτησες
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κάθουμεςκαθόμαστε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μαραίν’ντανεμαραίνονται
μέρ’(μέρου, επιρρ.) πού, προς ορισμένο μέρος, όποιος
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
μουνμας
μουχαπέτ’κουβέντα, φιλική συνομιλία, συνεκδ. φιλική συνεστίαση (συνήθως μετά μουσικής) muhabbet/maḥabbet
ξανπάλι, ξανά
όθενόπου, οπουδήποτε, σε όποιον
ομμάτι͜αμάτια
παπάλι, επίσης, ακόμα
παίρ’παίρνω/ει
πέει(προστ.) πες
σκουντουλίζ’νεευωδιάζουν, μοσχοβολούν
τηνάναυτόν/ην που
τσ̌ιτσ̌έκιαλουλούδια çiçek
φίλ’(προστ. φιλώ) φίλα, (πληθ. φίλον) φίλοι
χωρίουντανχωρίζονται, ξεχωρίζουν
ψ̌ηνψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αλλομίανάλλη μια φορά
ανταμώντςανταμώνεις, συναντάς
απαροθυμάςαποβάλλεις/ξεπερνάς τη νοσταλγία
γιάμ’μήπως, ή μη ya/yā + μη
δακρύζ’νεδακρύζουν
εβραδι͜άστεςβραδιάστηκες
εικόνας(ονομ. πληθ., τα) εικόνες
ελέπ’ςβλέπεις
ελωλώθανεσάστισαν, θόλωσε το μυαλό τους
έν’είναι
εξώπορτονεξώπορτα
έτονήταν
έτονεήταν
ευρίεσαιβρίσκεσαι
έφυενέφυγε
εχολιάστεςθύμωσες, αγανάκτησες
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κάθουμεςκαθόμαστε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μαραίν’ντανεμαραίνονται
μέρ’(μέρου, επιρρ.) πού, προς ορισμένο μέρος, όποιος
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
μουνμας
μουχαπέτ’κουβέντα, φιλική συνομιλία, συνεκδ. φιλική συνεστίαση (συνήθως μετά μουσικής) muhabbet/maḥabbet
ξανπάλι, ξανά
όθενόπου, οπουδήποτε, σε όποιον
ομμάτι͜αμάτια
παπάλι, επίσης, ακόμα
παίρ’παίρνω/ει
πέει(προστ.) πες
σκουντουλίζ’νεευωδιάζουν, μοσχοβολούν
τηνάναυτόν/ην που
τσ̌ιτσ̌έκιαλουλούδια çiçek
φίλ’(προστ. φιλώ) φίλα, (πληθ. φίλον) φίλοι
χωρίουντανχωρίζονται, ξεχωρίζουν
ψ̌ηνψυχή
Αφιέρωμα στον Τσανάκαλη

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost