.
.
Νοσταλγικοί σκοποί του Πόντου

Θυμάσαι

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Θυμάσαι
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Σην καριόλαν ντο κείσαι συ,
γιαβρούλα μ’, να ’τσακούτον
Εσύ τιδέν να μη παθάντς
άντρας ι-σ’ να ’σκοτούτον

Εσύ, χ̌έρα μ’, χάρ’ τον καιρό σ’
κι εμέναν απιδέβα
Αρ’ άφ’ς -ι με ας καίουμαι
και σ’ άψιμον ντ’ εσέβα

Έλα να ποδεδίζω σε
αφορισμέντσα χ̌έρα
Τ’ εμόν την ψ̌ην εσύ θα παίρτς,
’παρ’ ακόν’ τα μαχ̌αίρι͜α

Η χ̌έρα μαύρον πρόβατ’ έν’
και σο σουρίν ’κ’ εμπαίνει
Λάσ̌κεται σ’ εξωχώραφα
πάντα οπίσ’ απομένει
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
ακόν’ακόνισε
απιδέβα(προστ.) φύγε, άφησε πίσω, ξεπέρασε, προσπέρασε από + διαβαίνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αφορισμέντσααφορισμένη, αναθεματισμένη
άφ’ς(προστ.) άφησε
άψιμονφωτιά
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έν’είναι
εσέβαμπήκα
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καίουμαικαίγομαι
καριόλανσιδερένιο κρεβάτι λ.ιταλική μεσαιωνική carriola
κείσαικείτεσαι, ξαπλώνεις
λάσ̌κεταιπεριφέρεται, τριγυρνά, περιπλανιέται ἀλάομαι/ηλάσκω
να ποδεδίζωνα χαρώ κπ
οπίσ’πίσω
παθάντςπαθαίνεις
παίρτςπαίρνεις
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
’σκοτούτον(εσκοτούτον) σκοτωνόταν
σουρίνκοπάδι ζώων, πλήθος ανθρώπων, πομπή, σωρός από πράγματα sürü
τιδέντίποτα
’τσακούτον(ετσακούτον) έσπαζε
χ̌έραχήρα
χάρ’(προστ.) χαίρε, να χαρείς
ψ̌ηνψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
ακόν’ακόνισε
απιδέβα(προστ.) φύγε, άφησε πίσω, ξεπέρασε, προσπέρασε από + διαβαίνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αφορισμέντσααφορισμένη, αναθεματισμένη
άφ’ς(προστ.) άφησε
άψιμονφωτιά
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έν’είναι
εσέβαμπήκα
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καίουμαικαίγομαι
καριόλανσιδερένιο κρεβάτι λ.ιταλική μεσαιωνική carriola
κείσαικείτεσαι, ξαπλώνεις
λάσ̌κεταιπεριφέρεται, τριγυρνά, περιπλανιέται ἀλάομαι/ηλάσκω
να ποδεδίζωνα χαρώ κπ
οπίσ’πίσω
παθάντςπαθαίνεις
παίρτςπαίρνεις
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
’σκοτούτον(εσκοτούτον) σκοτωνόταν
σουρίνκοπάδι ζώων, πλήθος ανθρώπων, πομπή, σωρός από πράγματα sürü
τιδέντίποτα
’τσακούτον(ετσακούτον) έσπαζε
χ̌έραχήρα
χάρ’(προστ.) χαίρε, να χαρείς
ψ̌ηνψυχή
Θυμάσαι

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost