.
.
Τα ποντιακά τραγούδια του Χρήστου Ραμπίδη

Το πόιν ατ’ς απ’ αδά κι απάν’

Το πόιν ατ’ς απ’ αδά κι απάν’
fullscreen
Τη μάνα μ’ στυχαρι͜άστεν ατεν,
το παιδίν ατ’ς έχ̌’ κι έρ’ται
Ας αναλλάζ’ τη νύφεν ατ’ς
σην απαντή μ’ ας έρ’ται

Το πόιν ατ’ς απ’ αδά κι απάν’
ενός φράγκου λαμπάδαν
Είδα ’τεν και κάτ’ έπαθα,
ν’ αηλί τ’ εμόν την μάναν

Έλα να ποδεδίζω σε,
κοκκινοφορεμέντσα μ’
Έκαψες με το καρδόπο μου,
νε σ̌κύλ’ αφορισμέντσα

Έλυσα το σπαρέλ’ν εθε,
χάραξαν τα ραχ̌ία
Μανίτσα μ’, άλλο ’κ’ είδα ’γώ
αΐκα -ν- άσπρα ψ̌ήα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αδάεδώ
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αΐκατέτοια/ες
αναλλάζ’φοράει τα καλά/γιορτινά ρούχα
απάν’πάνω
απαντήπροϋπάντηση, συνάντηση
ατεναυτήν
ατ’ςαυτής, της
αφορισμέντσααφορισμένη, αναθεματισμένη
εθετου/της
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έρ’ταιέρχεται
έχ̌’έχει
έχ̌’ κι έρ’ταιείναι στον ερχομό, έρχεται
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καρδόποκαρδούλα
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
να ποδεδίζωνα χαρώ κπ
νύφεννύφη
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
πόινύψος, μπόι boy
ραχ̌ίαράχες, βουνά
σ̌κύλ’(γεν.) σκύλου
σπαρέλ’νμέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
στυχαρι͜άστεν(προστ.) συγχαρείτε, αγγείλετε το ευχάριστο γεγονός
’τεναυτήν
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αδάεδώ
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αΐκατέτοια/ες
αναλλάζ’φοράει τα καλά/γιορτινά ρούχα
απάν’πάνω
απαντήπροϋπάντηση, συνάντηση
ατεναυτήν
ατ’ςαυτής, της
αφορισμέντσααφορισμένη, αναθεματισμένη
εθετου/της
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έρ’ταιέρχεται
έχ̌’έχει
έχ̌’ κι έρ’ταιείναι στον ερχομό, έρχεται
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καρδόποκαρδούλα
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
να ποδεδίζωνα χαρώ κπ
νύφεννύφη
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
πόινύψος, μπόι boy
ραχ̌ίαράχες, βουνά
σ̌κύλ’(γεν.) σκύλου
σπαρέλ’νμέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
στυχαρι͜άστεν(προστ.) συγχαρείτε, αγγείλετε το ευχάριστο γεγονός
’τεναυτήν
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
Το πόιν ατ’ς απ’ αδά κι απάν’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost