.
.
Νοσταλγικοί σκοποί του Πόντου

Εγώ ασκητής και κυνηγός

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Εγώ ασκητής και κυνηγός
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Εγώ ασκητής και κυνηγός
λάσκουμαι σ’ ορμανόπα
Όντες θα σύρω, ελέπω σε
οπίσ’ ας σα δεντρόπα

Ε μάρσα Ματσουκάτ’σσα!
Τα ψ̌ήα σ’ εχ̌ι͜ονάτ’σαν
Έπαρ’ τα κι άμε δέβα πλάν,
τ’ ομμάτι͜α μ’ ετσινάκ’σαν

Έλα να ποδεδίζω σε -ν-,
να ’ίνουμαι γουρπάνι σ’!
Εσύ τουσ̌έκ’ και μαξιλάρ’
κι εγώ γεργάν’ απάν’ ι-σ’

Ε μάρσα Ματσουκάτ’σσα!
Τα ψ̌ήα σ’ εχ̌ι͜ονάτ’σαν
Έπαρ’ τα κι άμε δέβα πλάν
Τ’ ομμάτι͜α μ’ ετσινάκ’σαν

Αγγέλ’ να παραστέκ’νε σε,
ο Θεός ν’ αναμέν’ σε
Όσον ντ’ εχάρες μετ’ εμέν,
εκείνον να απομέν’ σε

Ε μάρσα Ματσουκάτ’σσα!
Τα ψ̌ήα σ’ εχ̌ι͜ονάτ’σαν
Έπαρ’ τα κι άμε δέβα πλάν
τ’ ομμάτι͜α μ’ ετσινάκ’σαν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αγγέλ’(ονομ. πληθ.) άγγελοι, (γεν.) αγγέλου
άμε(προστ.) σύρε, πήγαινε
αναμέν’περιμένει
απάν’πάνω
απομέν’απομένει
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
γεργάν’πάπλωμα yorgan
γουρπάνιθυσία kurban/ḳurbān
δέβα(προστ.) πήγαινε
δεντρόπαδεντράκια
ελέπωβλέπω
έπαρ’(προστ.) πάρε
ετσινάκ’σανέβγαλαν σπίθες, σπινθηροβόλισαν, μτφ. λαμποκόπησαν
εχ̌ι͜ονάτ’σανάσπρισαν (σαν το χιόνι), έλαμψαν από καθαρότητα
εχάρεςχάρηκες
’ίνουμαιγίνομαι
λάσκουμαιπεριφέρομαι, τριγυρίζω, περιπλανώμαι ἀλάομαι/ηλάσκω
μάρσαμαύρη, κακόμοιρη, καημένη
Ματσουκάτ’σσααυτή που είναι από τη Ματσούκα
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
να ποδεδίζωνα χαρώ κπ
ομμάτι͜αμάτια
όντεςόταν
οπίσ’πίσω
ορμανόπαδάση
παραστέκ’νεπαραστέκουν, βοηθούν, στηρίζουν, περιποιούνται
πλάνπλάι, πλαϊνό/ παρακείμενο μέρος, παραπέρα
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
σύρωσέρνω, τραβώ, ρίχνω
τουσ̌έκ’στρώμα, κρεβάτι döşek
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αγγέλ’(ονομ. πληθ.) άγγελοι, (γεν.) αγγέλου
άμε(προστ.) σύρε, πήγαινε
αναμέν’περιμένει
απάν’πάνω
απομέν’απομένει
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
γεργάν’πάπλωμα yorgan
γουρπάνιθυσία kurban/ḳurbān
δέβα(προστ.) πήγαινε
δεντρόπαδεντράκια
ελέπωβλέπω
έπαρ’(προστ.) πάρε
ετσινάκ’σανέβγαλαν σπίθες, σπινθηροβόλισαν, μτφ. λαμποκόπησαν
εχ̌ι͜ονάτ’σανάσπρισαν (σαν το χιόνι), έλαμψαν από καθαρότητα
εχάρεςχάρηκες
’ίνουμαιγίνομαι
λάσκουμαιπεριφέρομαι, τριγυρίζω, περιπλανώμαι ἀλάομαι/ηλάσκω
μάρσαμαύρη, κακόμοιρη, καημένη
Ματσουκάτ’σσααυτή που είναι από τη Ματσούκα
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
να ποδεδίζωνα χαρώ κπ
ομμάτι͜αμάτια
όντεςόταν
οπίσ’πίσω
ορμανόπαδάση
παραστέκ’νεπαραστέκουν, βοηθούν, στηρίζουν, περιποιούνται
πλάνπλάι, πλαϊνό/ παρακείμενο μέρος, παραπέρα
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
σύρωσέρνω, τραβώ, ρίχνω
τουσ̌έκ’στρώμα, κρεβάτι döşek
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
Εγώ ασκητής και κυνηγός

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost