.
.
Βιώματα

Βιώματα 30

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Βιώματα 30
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Σην τσάμι͜α σ’ να κρεμάγουμαι,
ση γούλα σ’ να γριβώνω
Σον Θεόν έναν ψ̌ην χρωστώ
δίγ’ ατο και γλυτώνω

Τ’ έναν το χ̌έρι μ’ μαξιλάρ’
θέκω κι αποκουμπίζω
Τ’ άλλο θέκ’ ατο σην καρδι͜ά μ’
και για τ’ εσέν νουνίζω

Τ’ Αε-Σερί’ το σάρεμαν
απάν’ ι-μ’ εχαλάεν
Έκ’σεν ατο η τρυγόνα μ’,
βάι εμέν! εχπαράεν

Αρ’ εληγόρ’νεν κι έτρεχ̌εν,
ελύεν η φοτά ’θε
Εκλίστα κα’ να δέν’ ατο
αρ’ εκχ̌ύεν η χρά ’θε
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αε-Σερί’του αϊ-Σέργιου ή αϊ-Γιώργη
απάν’πάνω
αποκουμπίζωακουμπώ, στηρίζω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
γούλαλαιμός gula
γριβώνωπροσκολλώμαι, , γαντζώνομαι αγριφώνω<agrafer<grappa
δέν’δένω/ει
δίγ’δίνω
εκλίσταέσκυψα, έκλινα
έκ’σενάκουσε
εκχ̌ύενεκχύθηκε, χύθηκε, εξέρρευσε εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
εληγόρ’νενβιαζόταν
ελύενλύθηκε, έλιωσε
εχαλάενχάλασε
εχπαράεν(αμτβ) τρόμαξε, ξαφνιάστηκε εκσπαράσσω
’θετου/της
θέκ’θέτω/ει, τοποθετώ/εί, βάζω/ει
θέκωθέτω, τοποθετώ, βάζω
κα’κάτω
κρεμάγουμαικρέμομαι
νουνίζωσκέφτομαι
σάρεμανη ενέργεια του τυλίγω/περικυκλώνω κτ, (ως ουσ.) ο περίβολος sarma
τρυγόνατο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
τσάμι͜απλεξούδα
φοτάμέρος γυναικείας ενδυμασίας που έμπαινε πάνω από το λαχόρι, το ζωνάρι το οποίο έδεναν οι γυναίκες τριγωνικά στη μέση τους πάνω από τη ζιπούνα, γεν. ποδιά futa
χράχροιά, το χρώμα του δέρματος, όψη
ψ̌ηνψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αε-Σερί’του αϊ-Σέργιου ή αϊ-Γιώργη
απάν’πάνω
αποκουμπίζωακουμπώ, στηρίζω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
γούλαλαιμός gula
γριβώνωπροσκολλώμαι, , γαντζώνομαι αγριφώνω<agrafer<grappa
δέν’δένω/ει
δίγ’δίνω
εκλίσταέσκυψα, έκλινα
έκ’σενάκουσε
εκχ̌ύενεκχύθηκε, χύθηκε, εξέρρευσε εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
εληγόρ’νενβιαζόταν
ελύενλύθηκε, έλιωσε
εχαλάενχάλασε
εχπαράεν(αμτβ) τρόμαξε, ξαφνιάστηκε εκσπαράσσω
’θετου/της
θέκ’θέτω/ει, τοποθετώ/εί, βάζω/ει
θέκωθέτω, τοποθετώ, βάζω
κα’κάτω
κρεμάγουμαικρέμομαι
νουνίζωσκέφτομαι
σάρεμανη ενέργεια του τυλίγω/περικυκλώνω κτ, (ως ουσ.) ο περίβολος sarma
τρυγόνατο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
τσάμι͜απλεξούδα
φοτάμέρος γυναικείας ενδυμασίας που έμπαινε πάνω από το λαχόρι, το ζωνάρι το οποίο έδεναν οι γυναίκες τριγωνικά στη μέση τους πάνω από τη ζιπούνα, γεν. ποδιά futa
χράχροιά, το χρώμα του δέρματος, όψη
ψ̌ηνψυχή
Βιώματα 30

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost