.
.
Βιώματα

Βιώματα 7

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Βιώματα 7
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Πουλί μ’, τ’ ομμάτι͜α σ’ να τρώγω
τα χ̌είλια σ’ να βουκούμαι
Σο μερακλίν τ’ εγκαλόπο σ’
να ρούζω και κοιμούμαι

Συντέκ’σσα Ματσουκάτ’σσα μ’,
τα ψ̌ήα σ’ εχ̌ι͜ονάτ’σαν
Άφ’ς ατα κι άμε δέβα πλάν,
τ’ ομμάτι͜α μ’ ετσινάκ’σαν

Πουλί μ’, τ’ ομμάτι͜α σ’ να τρώγω
άμον μαύρα σταφύλια
Φίλεμαν ’κι χορτάεται
αρ’ ας σ’ εσά τα χ̌είλια

Συντέκ’σσα Ματσουκάτ’σσα μ’,
τα ψ̌ήα σ’ εχ̌ι͜ονάτ’σαν
Άφ’ς ατα κι άμε δέβα πλάν,
τ’ ομμάτι͜α μ’ ετσινάκ’σαν

Πουλί μ’/Αρνί μ’, τ’ ομμάτι͜α σ’ έμορφα,
μακρέα τα μαλλία σ’
Γομάτον έν’ ας ση σεβτάν
το τρανόν η καρδία σ’

Συντέκ’σσα Ματσουκάτ’σσα μ’,
τα ψ̌ήα σ’ εχ̌ι͜ονάτ’σαν
Άφ’ς ατα κι άμε δέβα πλάν,
τ’ ομμάτι͜α μ’ ετσινάκ’σαν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμε(προστ.) σύρε, πήγαινε
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ατααυτά
άφ’ς(προστ.) άφησε
βουκούμαιβάζω μπουκιά στο στόμα, μπουκώνω
γομάτονγεμάτο/η
δέβα(προστ.) πήγαινε
εγκαλόποαγκαλιά, αγκαλίτσα
έμορφαόμορφα
έν’είναι
εσάδικά σου/σας
ετσινάκ’σανέβγαλαν σπίθες, σπινθηροβόλισαν, μτφ. λαμποκόπησαν
εχ̌ι͜ονάτ’σανάσπρισαν (σαν το χιόνι), έλαμψαν από καθαρότητα
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κοιμούμαικοιμάμαι
μακρέα(επιθ.) μακριά
Ματσουκάτ’σσααυτή που είναι από τη Ματσούκα
μερακλίνμερακλίδικο
ομμάτι͜αμάτια
πλάνπλάι, πλαϊνό/ παρακείμενο μέρος, παραπέρα
ρούζωπέφτω, ρίπτω
σεβτάναγάπη, έρωτα sevda/sevdā
συντέκ’σσαη ανάδοχος σε σχέση με τους γονείς του παιδιού συν+τέκνον
φίλεμανφιλί
χορτάεταιχορταίνεται
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμε(προστ.) σύρε, πήγαινε
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ατααυτά
άφ’ς(προστ.) άφησε
βουκούμαιβάζω μπουκιά στο στόμα, μπουκώνω
γομάτονγεμάτο/η
δέβα(προστ.) πήγαινε
εγκαλόποαγκαλιά, αγκαλίτσα
έμορφαόμορφα
έν’είναι
εσάδικά σου/σας
ετσινάκ’σανέβγαλαν σπίθες, σπινθηροβόλισαν, μτφ. λαμποκόπησαν
εχ̌ι͜ονάτ’σανάσπρισαν (σαν το χιόνι), έλαμψαν από καθαρότητα
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κοιμούμαικοιμάμαι
μακρέα(επιθ.) μακριά
Ματσουκάτ’σσααυτή που είναι από τη Ματσούκα
μερακλίνμερακλίδικο
ομμάτι͜αμάτια
πλάνπλάι, πλαϊνό/ παρακείμενο μέρος, παραπέρα
ρούζωπέφτω, ρίπτω
σεβτάναγάπη, έρωτα sevda/sevdā
συντέκ’σσαη ανάδοχος σε σχέση με τους γονείς του παιδιού συν+τέκνον
φίλεμανφιλί
χορτάεταιχορταίνεται
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
Βιώματα 7

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost