.
.
Βιώματα

Βιώματα 1

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Βιώματα 1
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Ν’ αηλί εμέν, μανίτσα μου
[λελεύω σε!]
το καρδόπο μ’ εκάεν
[όι! όι!/έλα -ν- έλα]
Αρ’ άμον το Καράκαπαν
[νασάν εμέν]
χ̌ι͜ονόπον εσ̌κεπάεν
[έλα -ν- έλα/όι! όι!]

Τα κορτσόπα τα έμορφα
[λελεύω σε!]
εμέν ζαρομματι͜άζ’νε
[έλα -ν- έλα/όι! όι!]
Λέγ’νε με «’κι ξυρίεσαι,
[ν’ αηλί εμέν]
τα γένια σ’ αχαντι͜άζ’νε»
[έλα -ν- έλα/όι! όι!]

Πολλά κορτσόπα έμορφα
[λελεύ’ ατα]
ελέπω και νουνίζω
[όι! όι!/έλα -ν- έλα]
Και τη Συμέλας το μικρόν
[νασάν εμέν]
εγώ να ποδεδίζω!
[έλα -ν- έλα/όι! όι!]

Ο ουρανόν, η θάλασσα
[νασάν εμέν!]
η γη κι όλα τα πάντα
[έλα -ν- έλα/όι! όι!]
Έλα, πουλί μ’, ας χ̌αίρουμες
[νασάν εμέν!]
πασ̌κεί θα ζούμε πάντα; 
[έλα -ν- έλα/όι! όι!]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατααυτά
αχαντι͜άζ’νετσιμπάνε με/σαν αγκάθια ἀκάνθιον, υποκορ. του ἄκανθα
εκάενκάηκε
ελέπωβλέπω
έμορφαόμορφα
εσ̌κεπάενσκεπάστηκε
ζαρομματι͜άζ’νεστραβοκοιτούν, λοξοκοιτούν
Καράκαπανονομασία βουνού στην σημ. Τουρκία, στα ανατολικά όρια της Άνω Ματσούκας και με υψόμετρο 2,4 χλμ Karakaban< kara (=μαύρο) + kaban (կաբան=κορυφή, απότομος λόφος)
καρδόποκαρδούλα
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κορτσόπακοριτσάκια
λέγ’νελένε
λελεύ’χαίρομαι/εται
λελεύωχαίρομαι
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
να ποδεδίζωνα χαρώ κπ
νασάνχαρά σε
νουνίζωσκέφτομαι
ξυρίεσαιξυρίζεσαι
πασ̌κείμπας και είναι, μήπως είναι πᾶς καί ἔνι
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
χ̌αίρουμεςχαιρόμαστε
χ̌ι͜ονόπονχιονάκι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατααυτά
αχαντι͜άζ’νετσιμπάνε με/σαν αγκάθια ἀκάνθιον, υποκορ. του ἄκανθα
εκάενκάηκε
ελέπωβλέπω
έμορφαόμορφα
εσ̌κεπάενσκεπάστηκε
ζαρομματι͜άζ’νεστραβοκοιτούν, λοξοκοιτούν
Καράκαπανονομασία βουνού στην σημ. Τουρκία, στα ανατολικά όρια της Άνω Ματσούκας και με υψόμετρο 2,4 χλμ Karakaban< kara (=μαύρο) + kaban (կաբան=κορυφή, απότομος λόφος)
καρδόποκαρδούλα
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κορτσόπακοριτσάκια
λέγ’νελένε
λελεύ’χαίρομαι/εται
λελεύωχαίρομαι
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
να ποδεδίζωνα χαρώ κπ
νασάνχαρά σε
νουνίζωσκέφτομαι
ξυρίεσαιξυρίζεσαι
πασ̌κείμπας και είναι, μήπως είναι πᾶς καί ἔνι
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
χ̌αίρουμεςχαιρόμαστε
χ̌ι͜ονόπονχιονάκι
Βιώματα 1

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost