.
.
Ση γέφυραν (Της Τρίχας το γεφύρι)

Ση γέφυραν (Της Τρίχας το γεφύρι)

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Ση γέφυραν (Της Τρίχας το γεφύρι)
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Ση γέφυραν, ση γέφυραν
[Έλα Δάφνε μ’, ποταμέ!]
ση Τρίχας το γεφύριν
[Ε! Δάφνε μ’ και μυριγμένε μ’]

Χ̌ίλι͜οι μαστόροι έχτιζαν
[Έλα Δάφνε μ’, ποταμέ!]
και μύρι͜οι μαθητάδες
[Ε! Δάφνε μ’ και μυριγμένε μ’]

Όλεν τη μέραν έχτιζαν,
[Έλα Δάφνε μ’, ποταμέ!]
αποβραδής ’χαλάουτον
[Ε! Δάφνε μ’ και μυριγμένε μ’]

Ντό δί’ς με, πρωτομάστορα
[Έλα Δάφνε μ’, ποταμέ!]
να στένω το γεφύρι σ’;
[Ε! Δάφνε μ’ και μυριγμένε μ’]

Αν δίγω σε τον κύρη μου
[Έλα Δάφνε μ’, ποταμέ!]
άλλο κύρην πα ’κ’ έχω
[Ε! Δάφνε μ’ και μυριγμένε μ’]

Αν δίγω σε την μάνα μου
[Έλα Δάφνε μ’, ποταμέ!]
άλλο μανίτσαν ’κ’ έχω
[Ε! Δάφνε μ’ και μυριγμένε μ’]

Αν δίγω σε την κάλη μου
[Κόρ’ ανάμ’νον, κόρ’ ανάμ’νον]
καλύτερην ευρήκω
[Κόρ’, απάν’ ι-σ’ φόρ’ κι ας πάμε!]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
ανάμ’νονπερίμενε
απάν’πάνω
αποβραδήςαπ’ το βράδυ, κατά το βράδυ, βραδιάτικα
δίγωδίνω
δί’ςδίνεις
ευρήκωβρίσκω
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κάληη αγαπητή σύζυγος, η σύζυγος
μυριγμένεευωδιαστέ
όλενόλη/ο, ολόκληρη/ο
παπάλι, επίσης, ακόμα
στένωστήνω
φόρ’(προστ.) φόρεσε
’χαλάουτον(εχαλάουτον) χαλούσε, καταστρεφόταν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
ανάμ’νονπερίμενε
απάν’πάνω
αποβραδήςαπ’ το βράδυ, κατά το βράδυ, βραδιάτικα
δίγωδίνω
δί’ςδίνεις
ευρήκωβρίσκω
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κάληη αγαπητή σύζυγος, η σύζυγος
μυριγμένεευωδιαστέ
όλενόλη/ο, ολόκληρη/ο
παπάλι, επίσης, ακόμα
στένωστήνω
φόρ’(προστ.) φόρεσε
’χαλάουτον(εχαλάουτον) χαλούσε, καταστρεφόταν
Ση γέφυραν (Της Τρίχας το γεφύρι)

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost