.
.
Πατέρα μ’, κύρη μ’ και Θεέ μ’

Πατέρα μ’, κύρη μ’ και Θεέ μ’

Πατέρα μ’, κύρη μ’ και Θεέ μ’
fullscreen
Σ’ αούτ’ τον κόσμον τ’ άκλερον
ντό έζησες, πατέρα;
Βάσανα, πίκρας, τερτόπα,
κόπι͜α¹ νύχταν ημέρα

Πατέρα μ’, κύρη μ’ και Θεέ μ’,
για τ’ εμέν όλα̤ έσ’νε
Πώς εκομπώθες κι ερρούξες
σον Χάρονταν ιρά̤στα̤

Εντώκεν κι εταγιάνεψεν
εσέν το παλληκάριν
π’ έσ’νε τη Στεφάν’ το παιδίν,
τη Κιλκισί’ καμάρι

Πατέρα μ’, αναχάπαρα
κι αγλήγορα -ν- εχάθες
Σα μεσοστράτι͜α τη ζωής
εκέσ’ επενεστάθες
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αγλήγοραγρήγορα
άκλερονάκληρο, φτωχό, δύστυχο, ταλαίπωρο
αναχάπαρααπροειδοποίητα, ξαφνικά στερ. αν- + haber/ḫaber
αούτ’αυτός/ή/ό/ά
εκέσ’εκεί
εκομπώθεςξεγελάστηκες, εξαπατήθηκες, μτφ. σαγηνεύτηκες κομβόω
εντώκενχτύπησε
επενεστάθεςαπόκαμες
ερρούξεςέπεσες
έσ’νεήσουν
εταγιάνεψεναπόκαμε, έμεινε από αντοχές, πλησίασε τόσο ώστε να ακουμπάει dayanmak
εχάθεςχάθηκες
ιρά̤στα̤τυχαία, συμπτωματικά, στο ίδιο επίπεδο/απέναντι rast/rāst
κιλκισί’(γεν. ενικ.) Κιλκίς
μεσοστράτι͜αμέση των δρόμων
πίκραςπίκρες
τερτόπα(υποκορ.) καημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αγλήγοραγρήγορα
άκλερονάκληρο, φτωχό, δύστυχο, ταλαίπωρο
αναχάπαρααπροειδοποίητα, ξαφνικά στερ. αν- + haber/ḫaber
αούτ’αυτός/ή/ό/ά
εκέσ’εκεί
εκομπώθεςξεγελάστηκες, εξαπατήθηκες, μτφ. σαγηνεύτηκες κομβόω
εντώκενχτύπησε
επενεστάθεςαπόκαμες
ερρούξεςέπεσες
έσ’νεήσουν
εταγιάνεψεναπόκαμε, έμεινε από αντοχές, πλησίασε τόσο ώστε να ακουμπάει dayanmak
εχάθεςχάθηκες
ιρά̤στα̤τυχαία, συμπτωματικά, στο ίδιο επίπεδο/απέναντι rast/rāst
κιλκισί’(γεν. ενικ.) Κιλκίς
μεσοστράτι͜αμέση των δρόμων
πίκραςπίκρες
τερτόπα(υποκορ.) καημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
Πατέρα μ’, κύρη μ’ και Θεέ μ’
Σημειώσεις
¹ Αδόκιμος τύπος αντί του ορθού στην ποντιακή «κόπους»

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost