.
.
Πατέρα μ’, κύρη μ’ και Θεέ μ’

Έλα, πουλί μ’, να χ̌αίρουμες

Έλα, πουλί μ’, να χ̌αίρουμες
fullscreen
Μικρόν επαρακάλ’να σε,
τρανόν παρακαλώ σε
Κανείται ντ’ ετυράνντσες με,
τέρ’ από ’πάν’ Θεός έν’

Ατό τη σεβντάς τη γεράν
’κ’ επορώ να λαρώνω
Σα μαλλοδέματα σ’, αρνί μ’,
φούρκ’σον με ας γλυτώνω

Έλα, πουλί μ’, να χ̌αίρουμες,
τα χρόνι͜α ’κι κανείνταν
Άντζ̌αχ τ’ ημέρας τα καλά
δι͜αβαίν’νε και τελείνταν

Το καρδόπο μ’ ’σουχρίασεν,
η ψ̌η μ’ εκαπατεύτεν
Τ’ έναν τ’ αρνί μ’ επάντρεψεν,
τ’ άλλον εσουμαδεύτεν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άντζ̌αχμόλις που, μετά βίας, τότε μόνο ancak
γεράνπληγή, τραύμα yara
δι͜αβαίν’νε(για τόπο) περνούν, διασχίζουν, (για χρόνο) περνούν (γενικότερα) περνούν, παύουν, τελειώνουν διαβαίνω
εκαπατεύτενσκεπάστηκε, καλύφθηκε, κλείστηκε σε κτ kapatmak
έν’είναι
επάντρεψενπαντρεύτηκε, έδωσε για παντρειά
επαρακάλ’ναπαρακαλούσα
επορώμπορώ
εσουμαδεύτεναρραβωνιάστηκε
ετυράνντσεςτυράννησες, ταλαιπώρησες
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κανείντανείναι αρκετά, επαρκούν για κτ ἱκανόω
κανείταιείναι αρκετό, επαρκεί για κτ ἱκανόω
καρδόποκαρδούλα
’κιδεν οὐκί<οὐχί
λαρώνωγιατρεύω, θεραπεύω
μαλλοδέματαδέματα που δένονται στο τέλος της πλεξούδας για να την κρατήσουν, ώστε να μη λυθεί
’πάν’(απάν’) πάνω
σεβντάςαγάπης, έρωτα sevda/sevdā
’σουχρίασεν(εσουχρίασεν) σουρούπωσε, νυχτώθηκε αἰσχρία (=λυκόφως, λεκές/βρωμιά)
τελείνταν(αμτβ.) τελειώνουν, εξαντλούνται, μτφ. πεθαίνουν
τέρ’(προστ.) κοίταξε
φούρκ’σον(προστ.) πνίξε
χ̌αίρουμεςχαιρόμαστε
ψ̌ηψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άντζ̌αχμόλις που, μετά βίας, τότε μόνο ancak
γεράνπληγή, τραύμα yara
δι͜αβαίν’νε(για τόπο) περνούν, διασχίζουν, (για χρόνο) περνούν (γενικότερα) περνούν, παύουν, τελειώνουν διαβαίνω
εκαπατεύτενσκεπάστηκε, καλύφθηκε, κλείστηκε σε κτ kapatmak
έν’είναι
επάντρεψενπαντρεύτηκε, έδωσε για παντρειά
επαρακάλ’ναπαρακαλούσα
επορώμπορώ
εσουμαδεύτεναρραβωνιάστηκε
ετυράνντσεςτυράννησες, ταλαιπώρησες
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κανείντανείναι αρκετά, επαρκούν για κτ ἱκανόω
κανείταιείναι αρκετό, επαρκεί για κτ ἱκανόω
καρδόποκαρδούλα
’κιδεν οὐκί<οὐχί
λαρώνωγιατρεύω, θεραπεύω
μαλλοδέματαδέματα που δένονται στο τέλος της πλεξούδας για να την κρατήσουν, ώστε να μη λυθεί
’πάν’(απάν’) πάνω
σεβντάςαγάπης, έρωτα sevda/sevdā
’σουχρίασεν(εσουχρίασεν) σουρούπωσε, νυχτώθηκε αἰσχρία (=λυκόφως, λεκές/βρωμιά)
τελείνταν(αμτβ.) τελειώνουν, εξαντλούνται, μτφ. πεθαίνουν
τέρ’(προστ.) κοίταξε
φούρκ’σον(προστ.) πνίξε
χ̌αίρουμεςχαιρόμαστε
ψ̌ηψυχή
Έλα, πουλί μ’, να χ̌αίρουμες

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost