.
.
Όντες εγεννέθε ατέ

Τα φαΐα τα παλαλά

Τα φαΐα τα παλαλά
fullscreen
Εροθύμεσα εγώ
να τρώγω φαΐν καλό
Φούστουρον και μακαρίνα
αχ! εγώ ο εφτωχόν

’Κι ανασπάλλω τη μαντίν
βούτορον τη προγ̆ατί’
Σο γάλαν τη κομεσ̌ί’
έθρυφταμε το ψωμίν

Το πλιγούρ’ ση τραχανάν
έμνοστον και γαβουρμάν
Τσ̌ιμέν’ και αιϊδί’ τυρίν,
στύπα και καλό ρακίν

Ξαν θυμούμαι τη μάνα μ’
σίτι͜α εποίν’νεν τη σ̌ουρβάν
’σύρνεν απέσ’ τα κορκότα
Έτρωγα κι έμ’νε καλά

Το πισ̌ίν και το δα̤μέσ’
κορτελέτσ’ και το μαλέζ’
τιουτσέκ’ και την πίταν
χασ̌ίλ’ κι αποπίσ’ το τάν’

Τα φαΐα τα παλαιά
όλα έταν έμνοστα
Ελαφρά και χωνευτά
’κι θα ανασπάλ’ ατα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αιϊδί’κατσικιού
ανασπάλ’ξεχάσω/ει
ανασπάλλωξεχνώ
απέσ’μέσα
αποπίσ’από πίσω
ατααυτά
βούτορονβούτυρο
γαβουρμάνκαβουρμά (=κρέας που μαγειρεύεται και ψήνεται στο δικό του λίπος, στη συνέχεια τρώγεται ή καταψύχεται και αποθηκεύεται) kavurma
δα̤μέσ’είδος πίτας (παρόμοια του καλτσόνε)
έθρυφταμεθρύπταμε, κόβαμε σε κομμάτια ψωμί σε υγρό φαγητό/γάλα
έμ’νεήμουν
έμνοστανόστιμα
έμνοστοννόστιμο
εποίν’νενέκανε, έφτιαχνε ποιέω-ῶ
εροθύμεσανοστάλγησα
έτανήταν
εφτωχόνφτωχό
θυμούμαιθυμάμαι
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κομεσ̌ί’βουβαλιού gōmēş/kōméş
κορκόταξεφλουδισμένα και χονδραλεσμένα σιτάρια ή κριθάρια από τα οποία παρασκευάζουν σούπα կորկոտ (korkot)
μακαρίναείδος ζυμαρικού makarna<maccherone
μαλέζ’υδαρής χυλός, αλευρόσουπα
ξανπάλι, ξανά
πισ̌ίντηγανίτα ψημένο με βούτυρο και αρτυόμενο με ζάχαρη ή μέλι pişmek
πλιγούρ’πλιγούρι bulgur/burġul
προγ̆ατί’πρόβατου
ρακίναλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση φρούτων ή στεμφύλων φρούτων rakı/ˁaraḳī
σίτι͜ακαθώς, ενώ σόταν<εις όταν
σ̌ουρβάνσούπα από ξεφλουδισμένο και χοντροκομμένο σιτάρι ή κριθάρι çorba/şūrbā
στύπαξινά, τουρσιά στυφός
’σύρνεν(εσύρ’νεν) έσυρε, τραβούσε, έριχνε
τάν’το υγρό υπόλειμμα ορού γάλακτος ή κρέμας μετά το ανακάτεμα του βουτύρου Թան (tan)=λιώνω, ρέω
τσ̌ιμέν’γρασίδι, χλοερή έκταση çimen
φαΐαφαγητά
φούστουρονείδος ποντιακής ομελέτας
χασ̌ίλ’πηκτός χυλός από σιτάρι ή αραβόσιτο αλεσμένο αρτυσμένος με βούτυρο, (υφαντουργία) αμυλούχο υγρό επιχρίωσης υφασμάτων που παρασκευάζεται από αλεύρι κ άλλες ουσίες που προσθέτει ακαμψία ή βάρος στο ύφασμα haşıl
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αιϊδί’κατσικιού
ανασπάλ’ξεχάσω/ει
ανασπάλλωξεχνώ
απέσ’μέσα
αποπίσ’από πίσω
ατααυτά
βούτορονβούτυρο
γαβουρμάνκαβουρμά (=κρέας που μαγειρεύεται και ψήνεται στο δικό του λίπος, στη συνέχεια τρώγεται ή καταψύχεται και αποθηκεύεται) kavurma
δα̤μέσ’είδος πίτας (παρόμοια του καλτσόνε)
έθρυφταμεθρύπταμε, κόβαμε σε κομμάτια ψωμί σε υγρό φαγητό/γάλα
έμ’νεήμουν
έμνοστανόστιμα
έμνοστοννόστιμο
εποίν’νενέκανε, έφτιαχνε ποιέω-ῶ
εροθύμεσανοστάλγησα
έτανήταν
εφτωχόνφτωχό
θυμούμαιθυμάμαι
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κομεσ̌ί’βουβαλιού gōmēş/kōméş
κορκόταξεφλουδισμένα και χονδραλεσμένα σιτάρια ή κριθάρια από τα οποία παρασκευάζουν σούπα կորկոտ (korkot)
μακαρίναείδος ζυμαρικού makarna<maccherone
μαλέζ’υδαρής χυλός, αλευρόσουπα
ξανπάλι, ξανά
πισ̌ίντηγανίτα ψημένο με βούτυρο και αρτυόμενο με ζάχαρη ή μέλι pişmek
πλιγούρ’πλιγούρι bulgur/burġul
προγ̆ατί’πρόβατου
ρακίναλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση φρούτων ή στεμφύλων φρούτων rakı/ˁaraḳī
σίτι͜ακαθώς, ενώ σόταν<εις όταν
σ̌ουρβάνσούπα από ξεφλουδισμένο και χοντροκομμένο σιτάρι ή κριθάρι çorba/şūrbā
στύπαξινά, τουρσιά στυφός
’σύρνεν(εσύρ’νεν) έσυρε, τραβούσε, έριχνε
τάν’το υγρό υπόλειμμα ορού γάλακτος ή κρέμας μετά το ανακάτεμα του βουτύρου Թան (tan)=λιώνω, ρέω
τσ̌ιμέν’γρασίδι, χλοερή έκταση çimen
φαΐαφαγητά
φούστουρονείδος ποντιακής ομελέτας
χασ̌ίλ’πηκτός χυλός από σιτάρι ή αραβόσιτο αλεσμένο αρτυσμένος με βούτυρο, (υφαντουργία) αμυλούχο υγρό επιχρίωσης υφασμάτων που παρασκευάζεται από αλεύρι κ άλλες ουσίες που προσθέτει ακαμψία ή βάρος στο ύφασμα haşıl
Τα φαΐα τα παλαλά

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost