.
.
Παραδοσιακά με την Βέφα Μιχαηλίδου

Ο κύρη μ’ έν’ ας σο Ταρσόν

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
External photo
Ο κύρη μ’ έν’ ας σο Ταρσόν
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Ο κύρη μ’ έν’ ας σο Ταρσόν¹,
η μάνα μ’ Ζυμωνέτ’σσα²
Εγώ το ρακίν ’κ’ έπινα,
ατώρα πώς εμέτσα

’Μώ σε, ’μώ σε το καμένον
και το παραπονεμένον
Με τη Χριστού το δάχτυλον
είσαι ζωγραφισμένον

Θέκον την τάπλαν ζαρωτά,
έβγα απάν’ σο δώμαν
Έπαρ’ με σ’ εγκαλόπο σου
και φίλ’ με απέσ’ σο στόμαν

’Μώ σε, ’μώ σε το καμένον
και το παραπονεμένον
Με τη Χριστού το δάχτυλον
είσαι ζωγραφισμένον

Όντες πίνω και το ρακίν,
μεθώ κι ευτάω κέφα̤
Το κλάψιμον και η χαρά,
τα δύο είν’ αδέλφα̤

’Μώ σε, ’μώ σε το καμένον
και το παραπονεμένον
Με τη Χριστού το δάχτυλον
είσαι ζωγραφισμένον
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αδέλφα̤αδέλφια
απάν’πάνω
απέσ’μέσα
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
ατώρατώρα
δώμανδωμάτιο, χωμάτινη επίπεδη στέγη των σπιτιών
έβγα(προστ.) βγες
εγκαλόποαγκαλιά, αγκαλίτσα
είν’(για πληθ.) είναι
εμέτσαμέθυσα
έν’είναι
έπαρ’(προστ.) πάρε
ευτάωκάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
ζαρωτάστραβά
θέκον(προστ.) θέσε, τοποθέτησε, βάλε
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’μώ(επιφ.) εκδήλωση έκπληξης, θαυμασμού ή δυσφορίας, βρε! σε καλό σου! γαμώ
όντεςόταν
ρακίναλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση φρούτων ή στεμφύλων φρούτων rakı/ˁaraḳī
τάπλανδισκοειδές κάλυμμα της κεφαλής της Πόντιας γυναίκας που στο επάνω μέρος του έφερε λεπτό στρογγυλό έλασμα ασημένιο ή επίχρυσο. Αυτό το έλασμα είχε επάνω του σχέδια διάφορα αλλά και τύπους νομισμάτων σε διάταξη με μέρος του ενός να καλύπτει μέρος του άλλου tabla/ṭabla
φίλ’(προστ. φιλώ) φίλα, (πληθ. φίλον) φίλοι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αδέλφα̤αδέλφια
απάν’πάνω
απέσ’μέσα
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
ατώρατώρα
δώμανδωμάτιο, χωμάτινη επίπεδη στέγη των σπιτιών
έβγα(προστ.) βγες
εγκαλόποαγκαλιά, αγκαλίτσα
είν’(για πληθ.) είναι
εμέτσαμέθυσα
έν’είναι
έπαρ’(προστ.) πάρε
ευτάωκάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
ζαρωτάστραβά
θέκον(προστ.) θέσε, τοποθέτησε, βάλε
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’μώ(επιφ.) εκδήλωση έκπληξης, θαυμασμού ή δυσφορίας, βρε! σε καλό σου! γαμώ
όντεςόταν
ρακίναλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση φρούτων ή στεμφύλων φρούτων rakı/ˁaraḳī
τάπλανδισκοειδές κάλυμμα της κεφαλής της Πόντιας γυναίκας που στο επάνω μέρος του έφερε λεπτό στρογγυλό έλασμα ασημένιο ή επίχρυσο. Αυτό το έλασμα είχε επάνω του σχέδια διάφορα αλλά και τύπους νομισμάτων σε διάταξη με μέρος του ενός να καλύπτει μέρος του άλλου tabla/ṭabla
φίλ’(προστ. φιλώ) φίλα, (πληθ. φίλον) φίλοι
External photo
Ο κύρη μ’ έν’ ας σο Ταρσόν
Σημειώσεις
¹ (Άνθεν/Κάθεν) Ταρσός, χωριό της Υποδιοίκησης Χ̌ερροιάνων
² Ζύμωνα, χωριό της Υποδιοίκησης Χ̌ερροιάνων

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost