.
.
Στέλιος Χαλκίδης Νο2

Η κόρ’ εδέκεν το νερόν

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Η κόρ’ εδέκεν το νερόν
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Η κόρ’ εδέκεν το νερόν
απάν’ καικά σ’ αμπέλι͜α
’Ποίκεν τα μήλα κόκκινα
τα σταφύλι͜α άμον μέλι͜α

Αρ’, μα την Παναΐαν [ψ̌η μ’]
λέγω την αληθείαν!
Τσ̌αχπούν’ εξέγκαν τ’ όνομα μ’
άι! σην Καλαμαρίαν

Εσύ που σπογγί͜εις την αυλήν
με τα πολλά τα κάλλι͜α
Εσέν ’κι πρέπ’ το σπόγγιγμαν,
ιεύ’ σε -ν- η εγκάλι͜α

Αρ’, μα την Παναΐαν [ψ̌η μ’]
λέγω την αληθείαν!
Τσ̌αχπούν’ εξέγκαν τ’ όνομα μ’
άι! σην Καλαμαρίαν

Το φιστανόπο σ’ κόκκινον,
τα κουμπία γεσ̌ίλια
Πουλόπο μ’, υείας γράσιμον
και -ν- άμον ατό χ̌ίλια

Αρ’, μα την Παναΐαν [ψ̌η μ’]
λέγω την αληθείαν!
Τσ̌αχπούν’ εξέγκαν τ’ όνομα μ’
άι! σην Καλαμαρίαν
Τσ̌αχπούν’ εξέγκαν τ’ όνομα μ’,
θεία μ’, ση γειτονία σ’
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απάν’πάνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
γεσ̌ίλιαπράσινα yeşil
γράσιμονφθορά είδων ενδυμασίας
εγκάλι͜ααγκαλιά
εδέκενέδωσε
εξέγκανέβγαλαν
ιεύ’ταιριάζει uymak
καικάπρος τα κάτω, εκεί ακριβώς, κοντά
κάλλι͜ακάλλη
’κιδεν οὐκί<οὐχί
’ποίκεν(εποίκεν) έκανε, έφτιαξε ποιέω-ῶ
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
πουλόποπουλάκι
πρέπ’ταιριάζει/ω
σπογγί͜ειςσκουπίζεις
σπόγγιγμανσκούπισμα
τσ̌αχπούν’τσαχπίνη, μπερμπάντη çapkın
υείας γράσιμον(εκφ) ευχή για καινούρια ενδύματα, καλοφόρετο/α
φιστανόποφουστανάκι fistan<fustān
ψ̌ηψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απάν’πάνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
γεσ̌ίλιαπράσινα yeşil
γράσιμονφθορά είδων ενδυμασίας
εγκάλι͜ααγκαλιά
εδέκενέδωσε
εξέγκανέβγαλαν
ιεύ’ταιριάζει uymak
καικάπρος τα κάτω, εκεί ακριβώς, κοντά
κάλλι͜ακάλλη
’κιδεν οὐκί<οὐχί
’ποίκεν(εποίκεν) έκανε, έφτιαξε ποιέω-ῶ
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
πουλόποπουλάκι
πρέπ’ταιριάζει/ω
σπογγί͜ειςσκουπίζεις
σπόγγιγμανσκούπισμα
τσ̌αχπούν’τσαχπίνη, μπερμπάντη çapkın
υείας γράσιμον(εκφ) ευχή για καινούρια ενδύματα, καλοφόρετο/α
φιστανόποφουστανάκι fistan<fustān
ψ̌ηψυχή
Η κόρ’ εδέκεν το νερόν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost