.
.
Ποντίων Απάνθισμα

Τη κεμεντζ̌ές τ’ ωτία/Μωμόερος

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Τα κόρδας είναι έμορφα
και δεμένα σ’ ωτία
Η λύρα σ’ καπατεμένον
έξ’-απέσ’ με πλουμία

Ερρούξα και -ν- ετσάκωσα
τη κεμεντζ̌ές τ’ ωτία
Θα έρχουμαι και ’κ’ επορώ
έν’ νύχταν και σκοτίαν

Κεμεντζ̌ετζ̌ή για ίσα̤ξον
τη κεμεντζ̌ές τ’ ωτία
Κόρ’, έλα -ν- ας ευρίουμες
την νύχταν σην σκοτίαν

♫

Μωμόερος θα ’ίνουμαι
και με τα γολγονόπα
Θα λάσκουμαι μεσανυχτί’
και γνεφίζω κορτσόπα

Οι μωμοέρ’ εξέβανε
τα Φώτα, τ’ Αγιαννί’
Ν’ αηλί τη μαυρομάναν ατ’
εμάς που ’κι θα ανοί͜ει

Άλλο ’κι πάω σο Καρά
Παρασκευή και Σάββαν
Να ποδεδίζω τον ποπάν
π’ εντούνεν την Μωυσάβαν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
Αγιαννί’Αγιαννιού
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
ανοί͜ειανοίγει
απέσ’μέσα
γνεφίζωξυπνώ
γολγονόπακουδουνάκια
έμορφαόμορφα
έν’είναι
εντούνενχτυπούσε
έξ’έξω ή ο αριθμός έξι
έξ’-απέσ’μέσα-έξω
εξέβανεβγήκαν
επορώμπορώ
ερρούξαέπεσα
έρχουμαιέρχομαι
ετσάκωσαέσπασα
ευρίουμεςβρισκόμαστε
’ίνουμαιγίνομαι
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καπατεμένονσκεπασμένο/η, καλυμμένο/η, κλεισμένο/η σε κτ kapatmak
κεμεντζ̌έςλύρας kemençe/kemānçe
κεμεντζ̌ετζ̌ήλυράρη kemençeci
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κόρδαςχορδές
κορτσόπακοριτσάκια
λάσκουμαιπεριφέρομαι, τριγυρίζω, περιπλανώμαι ἀλάομαι/ηλάσκω
μεσανυχτί’την ώρα του μεσονυχτίου
μωμοέρ’(γνωστό και ως μωμόγεροι ή μωμόεροι) λαϊκό δρώμενο το οποίο λαμβάνει χώρα το 12ήμερο Χριστούγεννα - Πρωτοχρονιά - Θεοφάνια με ευχετηριακό χαρακτήρα μῶμος + γέρων ή εκ του μαμουγέρα (μάσκα, προσωπίδα)<λατ. Mamuralia<Mamurius
μωμόερος(ή μωμόγερος) αυτός που συμμετέχει στα μωμοέρια, λαϊκό δρώμενο το οποίο λαμβάνει χώρα το 12ήμερο Χριστούγεννα - Πρωτοχρονιά - Θεοφάνια με ευχετηριακό χαρακτήρα μῶμος + γέρων ή εκ του μαμουγέρα (μάσκα, προσωπίδα)<λατ. Mamuralia<Mamurius
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
να ποδεδίζωνα χαρώ κπ
πλουμίακεντητά ή ζωγραφιστά διακοσμητικά σχέδια, μτφ. στολίδια pluma
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποπάνπαπά
ΣάββανΣάββατο Shabbat
σκοτίανσκοτάδι
ωτίααυτιά
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
Αγιαννί’Αγιαννιού
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
ανοί͜ειανοίγει
απέσ’μέσα
γνεφίζωξυπνώ
γολγονόπακουδουνάκια
έμορφαόμορφα
έν’είναι
εντούνενχτυπούσε
έξ’έξω ή ο αριθμός έξι
έξ’-απέσ’μέσα-έξω
εξέβανεβγήκαν
επορώμπορώ
ερρούξαέπεσα
έρχουμαιέρχομαι
ετσάκωσαέσπασα
ευρίουμεςβρισκόμαστε
’ίνουμαιγίνομαι
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καπατεμένονσκεπασμένο/η, καλυμμένο/η, κλεισμένο/η σε κτ kapatmak
κεμεντζ̌έςλύρας kemençe/kemānçe
κεμεντζ̌ετζ̌ήλυράρη kemençeci
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κόρδαςχορδές
κορτσόπακοριτσάκια
λάσκουμαιπεριφέρομαι, τριγυρίζω, περιπλανώμαι ἀλάομαι/ηλάσκω
μεσανυχτί’την ώρα του μεσονυχτίου
μωμοέρ’(γνωστό και ως μωμόγεροι ή μωμόεροι) λαϊκό δρώμενο το οποίο λαμβάνει χώρα το 12ήμερο Χριστούγεννα - Πρωτοχρονιά - Θεοφάνια με ευχετηριακό χαρακτήρα μῶμος + γέρων ή εκ του μαμουγέρα (μάσκα, προσωπίδα)<λατ. Mamuralia<Mamurius
μωμόερος(ή μωμόγερος) αυτός που συμμετέχει στα μωμοέρια, λαϊκό δρώμενο το οποίο λαμβάνει χώρα το 12ήμερο Χριστούγεννα - Πρωτοχρονιά - Θεοφάνια με ευχετηριακό χαρακτήρα μῶμος + γέρων ή εκ του μαμουγέρα (μάσκα, προσωπίδα)<λατ. Mamuralia<Mamurius
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
να ποδεδίζωνα χαρώ κπ
πλουμίακεντητά ή ζωγραφιστά διακοσμητικά σχέδια, μτφ. στολίδια pluma
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποπάνπαπά
ΣάββανΣάββατο Shabbat
σκοτίανσκοτάδι
ωτίααυτιά
Τη κεμεντζ̌ές τ’ ωτία/Μωμόερος

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost