.
.
Ποντιακό γλέντι στη Φλώρινα

Έναν άστρον εξέβεν

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Έναν άστρον εξέβεν
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Έναν άστρον εξέβεν
σην ανατολήν
Αρ’ έναν κι άλλο εξέβεν
σο Τεβέποϊν
Αρ’ έναν κι άλλο εξέβεν
σο βαθύν [και] τ’ ορμίν

Σοφίτσα μ’, έξ’ μ’ εβγαίνεις
και μη φαίνεσαι
Τα παλληκάρι͜α κλαίγ’νε
κι αραεύ’νε σε
Ελέπ’νε σε και τ’ άστρα
και μαραίνεσαι [γιαρ]

Λισάφ’ άνοιξον [και] το τουλάπ’
[Έι, πουλί μ’, ξαν, αρνί μ’]
και νώμα ένα μήλον
[Κόρη, ποδεδίζω σε!/
Άι, σ̌κυλοκούταβον! γιαρ]
Άνοιξον το παράθυρο σ’
[Έι, πουλί μ’, ξαν, αρνί μ’]
ας ελέπω τον ήλιον
[Κόρη, ποδεδίζω σε!/
Άι, σ̌κυλοκούταβον! γιαρ]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άνοιξον(προστ.) άνοιξε
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αραεύ’νεψάχνουν, αναζητούν, γυρεύουν aramak
γιαραγαπητός/ή/ό, αγάπη yâr
ελέπ’νεβλέπουνε
ελέπωβλέπω
έναν κι άλλοάλλο ένα, ένα ακόμη
έξ’έξω ή ο αριθμός έξι
εξέβενβγήκε, ανέβηκε
κλαίγ’νεκλαίνε
Λισάφ’Ελισσάβετ
νώμα(προστ.) δώσε μου
ξανπάλι, ξανά
ορμίνρυάκι, ρεματιά
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
Τεβέποϊν(ή Τεβέ-Μποΐ) ύψωμα στην περιοχή της Κρώμνης deve boyun (κυριολ. λαιμός της καμήλας, μτφ. κάτι που έχει καμπυλωτό σχήμα))
τουλάπ’ντουλάπι dolap/dūlāb
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άνοιξον(προστ.) άνοιξε
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αραεύ’νεψάχνουν, αναζητούν, γυρεύουν aramak
γιαραγαπητός/ή/ό, αγάπη yâr
ελέπ’νεβλέπουνε
ελέπωβλέπω
έναν κι άλλοάλλο ένα, ένα ακόμη
έξ’έξω ή ο αριθμός έξι
εξέβενβγήκε, ανέβηκε
κλαίγ’νεκλαίνε
Λισάφ’Ελισσάβετ
νώμα(προστ.) δώσε μου
ξανπάλι, ξανά
ορμίνρυάκι, ρεματιά
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
Τεβέποϊν(ή Τεβέ-Μποΐ) ύψωμα στην περιοχή της Κρώμνης deve boyun (κυριολ. λαιμός της καμήλας, μτφ. κάτι που έχει καμπυλωτό σχήμα))
τουλάπ’ντουλάπι dolap/dūlāb
Έναν άστρον εξέβεν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost