.
.
Το ταπιέτι σ’ τ’ άσ̌κεμον

Το ταπιέτι σ’ τ’ άσ̌κεμον

Το ταπιέτι σ’ τ’ άσ̌κεμον
fullscreen
Δευτέραν λες με να έρχουμαι
και την Τετράδ’ διώ͜εις με
Άμον το κουτνίν τη φοτά σ’
σα μὲσα σ’ γυροκλώ͜εις με

Πάντα φουμί͜εις όντες γελώ
κι αρ’ όντες σ̌ολικεύω
Το ταπιέτι σ’ τ’ άσ̌κεμον
αρ’ πώς να γιτουρεύω;

Πιρνά εβγαίνω σο ραχ̌ίν,
βραδύν’ κι αποδουλίζω
Τσ̌ούξον με, ποίσον με γιαρτίμ
άλλο ’κι ταγιανίζω

Πάντα φουμί͜εις όντες γελώ
κι αρ’ όντες σ̌ολικεύω
Το ταπιέτι σ’ τ’ άσ̌κεμον
αρ’ πώς να γιτουρεύω;

Όντες γελώ και χ̌αίρουμαι
εσύ ζαροτερείς με
Πας̌ είμαι τ’ εσόν χουζμετσ̌ής
να σύρτς και τσ̌οκανί͜εις με;

Πάντα φουμί͜εις όντες γελώ
κι αρ’ όντες σ̌ολικεύω
Το ταπιέτι σ’ τ’ άσ̌κεμον
αρ’ πώς να γιτουρεύω;
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αποδουλίζωτελειώνω με τις δουλειές/εργασίες, ξεπαστρεύω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
άσ̌κεμονάσχημο, κακότροπο
βραδύν’βραδιάζει
γιαρτίμβοήθεια, υποστήριξη, συμπαράσταση yardım
γιτουρεύωσυνταιριάζω, προσαρμόζω, ρυθμίζω uydurmak
γυροκλώ͜ειςκλωθογυρίζεις
διώ͜ειςδιώχνεις
έρχουμαιέρχομαι
εσόνδικός/ή/ό σου
ζαροτερείςστραβοκοιτάς
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κουτνίνείδος χοντρού, στενού υφάσματος υφασμένου από βαμβάκι ή από βαμβάκι αναμεμειγμένο με μετάξι kutnu/ḳuṭnī<qutn (قُطْن)=βαμβάκι
μὲσα(τα) η μέση
όντεςόταν
πας̌μήπως, μπας και, είναι δυνατόν, μην τύχει (και) μήν πᾶς
πιρνάπρωί, πρωινιάτικα, αύριο
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
ραχ̌ίνβουνό, ράχη
σ̌ολικεύωδίνω χαρά, ψυχαγωγώ μτφ. ζωντανεύω şenlenmek
σύρτςσέρνεις, τραβάς, ρίχνεις
ταγιανίζωαντέχω, βαστάω, υπομένω dayanmak
ταπιέτισυνήθεια, χαρακτηριστικό, ο χαρακτήρας ενός ανθρώπου tabiat/ṭabīʿat
Τετράδ’Τετάρτη
τσ̌οκανί͜ειςσέρνεις κατά γης
τσ̌ούξον(προστ.) λυπήσου, συμπόνεσε acımak
φοτάμέρος γυναικείας ενδυμασίας που έμπαινε πάνω από το λαχόρι, το ζωνάρι το οποίο έδεναν οι γυναίκες τριγωνικά στη μέση τους πάνω από τη ζιπούνα, γεν. ποδιά futa
φουμί͜ειςθυμώνεις, εξοργίζεσαι
χ̌αίρουμαιχαίρομαι
χουζμετσ̌ήςυπηρέτης hizmetçi
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αποδουλίζωτελειώνω με τις δουλειές/εργασίες, ξεπαστρεύω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
άσ̌κεμονάσχημο, κακότροπο
βραδύν’βραδιάζει
γιαρτίμβοήθεια, υποστήριξη, συμπαράσταση yardım
γιτουρεύωσυνταιριάζω, προσαρμόζω, ρυθμίζω uydurmak
γυροκλώ͜ειςκλωθογυρίζεις
διώ͜ειςδιώχνεις
έρχουμαιέρχομαι
εσόνδικός/ή/ό σου
ζαροτερείςστραβοκοιτάς
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κουτνίνείδος χοντρού, στενού υφάσματος υφασμένου από βαμβάκι ή από βαμβάκι αναμεμειγμένο με μετάξι kutnu/ḳuṭnī<qutn (قُطْن)=βαμβάκι
μὲσα(τα) η μέση
όντεςόταν
πας̌μήπως, μπας και, είναι δυνατόν, μην τύχει (και) μήν πᾶς
πιρνάπρωί, πρωινιάτικα, αύριο
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
ραχ̌ίνβουνό, ράχη
σ̌ολικεύωδίνω χαρά, ψυχαγωγώ μτφ. ζωντανεύω şenlenmek
σύρτςσέρνεις, τραβάς, ρίχνεις
ταγιανίζωαντέχω, βαστάω, υπομένω dayanmak
ταπιέτισυνήθεια, χαρακτηριστικό, ο χαρακτήρας ενός ανθρώπου tabiat/ṭabīʿat
Τετράδ’Τετάρτη
τσ̌οκανί͜ειςσέρνεις κατά γης
τσ̌ούξον(προστ.) λυπήσου, συμπόνεσε acımak
φοτάμέρος γυναικείας ενδυμασίας που έμπαινε πάνω από το λαχόρι, το ζωνάρι το οποίο έδεναν οι γυναίκες τριγωνικά στη μέση τους πάνω από τη ζιπούνα, γεν. ποδιά futa
φουμί͜ειςθυμώνεις, εξοργίζεσαι
χ̌αίρουμαιχαίρομαι
χουζμετσ̌ήςυπηρέτης hizmetçi
Το ταπιέτι σ’ τ’ άσ̌κεμον

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost