.
.
Αροθυμώ και καίουμαι | Μακρόσυρτα τραγούδια της Ματσούκας

Θα αρχινώ τα παλαιά/Να έξερες μικρόν αρνί μ’

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Θα αρχινώ τα παλαιά/Να έξερες μικρόν αρνί μ’
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
’Κρέμασα κάμαν και μαχ̌αίρ’
και -ν- εσιλιαχλανεύτα
[και -ν-] αρ’ μετ’ εσέν την έμορφον
πώς εσεβταλανεύτα;

Θα αρχινώ τα παλαιά
ντ’ εποίν’να απ’ ανάρχης
Ατά Δεσπότ’ς ’κι συγχωρά
ούτε και Πατριάρχης

Σα μὲσα σ’ να τυλίουμαι
σου ζωναρί’ σ’ τον τόπον
Σεβνταλούκ’ ’κ’ εγροικάς να ευτάς,
κρίμαν σ’ εμόν τον κόπον

♫

Να έξερες, μικρόν αρνί μ’,
για τ’ εσέν πώς παθάνω!
Ψυχομαχ̌ώ, η ψ̌η μ’ ’κ’ εβγαίν’,
νέ ζω και νέ αποθάνω

Να έξερες, μικρόν αρνί μ’,
και τ’ εμόν την καρδίαν
Από ’πέσ’ ’ς σ’ εγκαλιόπο σου
’κ’ εβγάλλ’νες με καμίαν

Ν’ αηλί εμέν, μανίτσα μου,
η ψ̌η μ’ εκορδυλλιάεν
Τα χρόνια έρθαν κι εδέβανε,
η τύχη μ’ ξάι ’κ’ ελλάεν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
ανάρχηςανέκαθεν ἐν ἀρχῇ
αποθάνωπεθαίνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατάαυτά
εβγαίν’βγαίνει
εβγάλλ’νεςέβγαζες
εγκαλιόποαγκαλίτσα
εγροικάςκαταλαβαίνεις
εδέβανε(για τόπο) πέρασαν, διέσχισαν (για χρόνο) πέρασαν διαβαίνω
εκορδυλλιάενέγινε κόμπος, μπερδεύθηκε κορδύλη (=ρόπαλο, εξόγκωμα)
ελλάενάλλαξε
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έμορφονόμορφο
έξερεςήξερες
εποίν’ναέκανα, έφτιαχνα ποιέω-ῶ
έρθανήρθαν
εσεβταλανεύταερωτεύτηκα sevdalanmak
εσιλιαχλανεύταοπλίστηκα, αρματώθηκα silahlamak<silāḥ
ευτάςκάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
ζωναρί’ζώνης
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κάμανδίκοπο μαχαίρι kama
καμίανποτέ
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μαχ̌αίρ’μαχαίρι
μὲσα(τα) η μέση
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
νέούτε ne
ξάικαθόλου
παθάνωπαθαίνω
’πέσ’(απέσ’) μέσα
’ς(ας) από
σεβνταλούκ’έρωτας sevdalık
τυλίουμαιτυλίγομαι
ψ̌ηψυχή
ψυχομαχ̌ώψυχομαχώ, χαροπαλεύω
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
ανάρχηςανέκαθεν ἐν ἀρχῇ
αποθάνωπεθαίνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατάαυτά
εβγαίν’βγαίνει
εβγάλλ’νεςέβγαζες
εγκαλιόποαγκαλίτσα
εγροικάςκαταλαβαίνεις
εδέβανε(για τόπο) πέρασαν, διέσχισαν (για χρόνο) πέρασαν διαβαίνω
εκορδυλλιάενέγινε κόμπος, μπερδεύθηκε κορδύλη (=ρόπαλο, εξόγκωμα)
ελλάενάλλαξε
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έμορφονόμορφο
έξερεςήξερες
εποίν’ναέκανα, έφτιαχνα ποιέω-ῶ
έρθανήρθαν
εσεβταλανεύταερωτεύτηκα sevdalanmak
εσιλιαχλανεύταοπλίστηκα, αρματώθηκα silahlamak<silāḥ
ευτάςκάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
ζωναρί’ζώνης
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κάμανδίκοπο μαχαίρι kama
καμίανποτέ
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μαχ̌αίρ’μαχαίρι
μὲσα(τα) η μέση
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
νέούτε ne
ξάικαθόλου
παθάνωπαθαίνω
’πέσ’(απέσ’) μέσα
’ς(ας) από
σεβνταλούκ’έρωτας sevdalık
τυλίουμαιτυλίγομαι
ψ̌ηψυχή
ψυχομαχ̌ώψυχομαχώ, χαροπαλεύω
Θα αρχινώ τα παλαιά/Να έξερες μικρόν αρνί μ’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost