.
.
Αροθυμώ και καίουμαι | Μακρόσυρτα τραγούδια της Ματσούκας

Τραπεζί’ καϊτέδες

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Τραπεζί’ καϊτέδες
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Ελέπω σε και χ̌αίρουμαι,
απιδι͜αβαίντς και κλαίγω
Το στόμα μ’ να ξεραίνεται
για τ’ εσέν, αν κάτ’ λέγω

Ελέπω σε και χ̌αίρουμαι,
ανοίουν τα κανάτι͜α μ’
Απιδι͜αβαίντς και κλαίγω ’γώ,
δάκρυ͜α τρέχ’νε ας σ’ ομμάτι͜α μ’

Όλια τα νύχτας πορπατώ,
δίχως φενέρ’ γυρίζω
Αρνί μ’, την πόδαν ντο πατείς,
εκείνον πα γνωρίζω

Εσύ τη τσούνας το κουτάβ’
και το γιαβρίν τση μάισσας
Τ’ ορμάν’ να εκολλίουτον
και το γομάρ’ ση ράχ̌ι͜α σ’

Έναν και μαναχόν είσαι,
τση μάνας ι-σ’ το τέκ’ -ι
Να έσ’νε του μαχ̌αιρί’ μ’ το λάβ’,
τσ’ ώρας ι-μ’ το κο̤στέκ’ -ι

Πολλά έχω να λέγω σε,
σα χ̌είλι͜α μ’ είν’ γραμμένα
’Κ’ ευρήκω σε και μαναχόν
να λέγ’ απ’ έναν-έναν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
ανοίουνανοίγουν
απιδι͜αβαίντςφεύγεις, αφήνεις πίσω, προσπερνάς, ξεπερνάς από + διαβαίνω
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
γιαβρίνμωρό, μικρό, παιδί yavru
γομάρ’φορτίο (από ξύλο ή χόρτα) που το έφεραν στην πλάτη ή στην ράχη ζώου
είν’(για πληθ.) είναι
εκολλίουτονέπαιρνε φωτιά, καταστρεφόταν ολοσχερώς
ελέπωβλέπω
έσ’νεήσουν
ευρήκωβρίσκω
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κανάτι͜αφτερά kanat
κο̤στέκ’αλυσίδα köstek/kūstak
λάβ’λαβή, χειρολαβή
μάισσαςμάγισσας
μαναχόν(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
μαχ̌αιρί’μαχαιριού
νύχτας(ον.πληθ.,τα) νύχτες
όλιαόλα
ομμάτι͜αμάτια
ορμάν’δάσος orman
παπάλι, επίσης, ακόμα
πατείςπατάς
πόδανίχνος, πατημασιά, βήμα
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
πορπατώπερπατάω
ράχ̌ι͜αράχη, πλάτη
τέκ’μόνο, ένα, μοναδικό tek
τρέχ’νετρέχουν
τσ’(ως τση, άρθρο γεν. ενικού) του/της, (ως τσοι, άρθρο αιτ. πληθ.) τις, (ως ερωτημ. τσί;) ποιός;
τσητης
τσούναςσκύλας κύων→κύαινα
φενέρ’φανάρι, μικρό παλιού τύπου φωτιστικό fener<φανάριον<φανός
χ̌αίρουμαιχαίρομαι
ώραςώρες
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
ανοίουνανοίγουν
απιδι͜αβαίντςφεύγεις, αφήνεις πίσω, προσπερνάς, ξεπερνάς από + διαβαίνω
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
γιαβρίνμωρό, μικρό, παιδί yavru
γομάρ’φορτίο (από ξύλο ή χόρτα) που το έφεραν στην πλάτη ή στην ράχη ζώου
είν’(για πληθ.) είναι
εκολλίουτονέπαιρνε φωτιά, καταστρεφόταν ολοσχερώς
ελέπωβλέπω
έσ’νεήσουν
ευρήκωβρίσκω
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κανάτι͜αφτερά kanat
κο̤στέκ’αλυσίδα köstek/kūstak
λάβ’λαβή, χειρολαβή
μάισσαςμάγισσας
μαναχόν(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
μαχ̌αιρί’μαχαιριού
νύχτας(ον.πληθ.,τα) νύχτες
όλιαόλα
ομμάτι͜αμάτια
ορμάν’δάσος orman
παπάλι, επίσης, ακόμα
πατείςπατάς
πόδανίχνος, πατημασιά, βήμα
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
πορπατώπερπατάω
ράχ̌ι͜αράχη, πλάτη
τέκ’μόνο, ένα, μοναδικό tek
τρέχ’νετρέχουν
τσ’(ως τση, άρθρο γεν. ενικού) του/της, (ως τσοι, άρθρο αιτ. πληθ.) τις, (ως ερωτημ. τσί;) ποιός;
τσητης
τσούναςσκύλας κύων→κύαινα
φενέρ’φανάρι, μικρό παλιού τύπου φωτιστικό fener<φανάριον<φανός
χ̌αίρουμαιχαίρομαι
ώραςώρες
Τραπεζί’ καϊτέδες

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost