.
.
Οι Τραντέλλενοι

Τη Ιβάν το μένεμαν

fullscreen
Το μένεμαν τη Ιβάν τη Σαββίδη έν’:
Ελάτε ας ενούμες
τα άλυτα ας λύνουμε
τη κάκου μη σκοτούμες

Τον Μάιον οι Πόντιοι
ας τοπλαευκούν μίαν
σ’ έναν τόπον αγαπεμέν’
για τη γενοκτονίαν

Η Σουμελά έν’ σταυροδρόμ’,
οι Ρωμαίοι ανταμούνταν
Τα γούλας και τ’ ομμάτι͜α τουν
με τα δάκρυ͜α γομούνταν

♫

Ιβάν, να ποδεδίζω σε
πατέρα των προσφύγων
[Να λελεύω σε!]
Εσύ είσαι και το στουλάρ’
τεμέλ’ και των Ποντίων
[Ποδεδίζω σε!]

Και το αίμαν σο ταμάρι σ’
έν’ ποντιακόν
Ο Ιβάν λέει «είμες έναν»,
’κι χωρίζ’, ενών’

Εσύ κυρού παιδίν είσαι,
το παλληκάρ’ τη μάνας
[Αχ! Ντουσά μαϊά¹]
Εσέν όντες εγέννανεν
εντούναν τα καμπάνας
[Αχ! Ντουσά μαϊά¹]

Και το αίμαν σο ταμάρι σ’
έν’ ποντιακόν
Ο Ιβάν λέει «είμες έναν»,
’κι χωρίζ’, ενών’

Έχτ’σες αερογέφυραν
και σ’ ουρανού τη στράταν
[Αχ! Ντουσά μαϊά¹]
για ν’ ανταμούνταν τ’ εμετέρ’
και άλλο να μη χάν’νταν
[Αχ! Ντουσά μαϊά¹]

Και το αίμαν σο ταμάρι σ’
έν’ ποντιακόν
Ο Ιβάν λέει «είμες έναν»,
’κι χωρίζ’, ενών’
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αγαπεμέν’αγαπημένοι
άλυταμη λιωμένα, άλιωτα
ανταμούντανανταμώνουν
γομούντανγεμίζουν, βουρκώνουν, κομπιάζουν
γούλας(ον. πληθ.) λαιμοί, (γεν. εν.) λαιμού gula
είμεςείμαστε
εμετέρ’δικοί μας ἡμέτερος
έν’είναι
ενούμεςενωνόμαστε
εντούνανχτυπούσαν, στερέωναν
έχτ’σεςέχτισες
καμπάνας(ον.πληθ., τα) καμπάνες
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κυρούπατέρα
λελεύωχαίρομαι
μένεμανειδοποίηση, μήνυμα, πληροφορία, παραγγελία μήνυμα
μίανμια φορά
να ποδεδίζωνα χαρώ κπ
ομμάτι͜αμάτια
όντεςόταν
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
Ρωμαίοιοι ορθόδοξοι χριστιανοί πολίτες επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
σκοτούμεςσκοτωνόμαστε
στουλάρ’στύλος που βαστάζει την στέγη οικίας, μτφ. στήριγμα
ταμάριφλέβα damar
τεμέλ’θεμέλιο
τουντους
χάν’ντανχάνονται, διώχνονται
χωρίζ’χωρίζει, ξεχωρίζει, ξεδιαλέγει
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αγαπεμέν’αγαπημένοι
άλυταμη λιωμένα, άλιωτα
ανταμούντανανταμώνουν
γομούντανγεμίζουν, βουρκώνουν, κομπιάζουν
γούλας(ον. πληθ.) λαιμοί, (γεν. εν.) λαιμού gula
είμεςείμαστε
εμετέρ’δικοί μας ἡμέτερος
έν’είναι
ενούμεςενωνόμαστε
εντούνανχτυπούσαν, στερέωναν
έχτ’σεςέχτισες
καμπάνας(ον.πληθ., τα) καμπάνες
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κυρούπατέρα
λελεύωχαίρομαι
μένεμανειδοποίηση, μήνυμα, πληροφορία, παραγγελία μήνυμα
μίανμια φορά
να ποδεδίζωνα χαρώ κπ
ομμάτι͜αμάτια
όντεςόταν
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
Ρωμαίοιοι ορθόδοξοι χριστιανοί πολίτες επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
σκοτούμεςσκοτωνόμαστε
στουλάρ’στύλος που βαστάζει την στέγη οικίας, μτφ. στήριγμα
ταμάριφλέβα damar
τεμέλ’θεμέλιο
τουντους
χάν’ντανχάνονται, διώχνονται
χωρίζ’χωρίζει, ξεχωρίζει, ξεδιαλέγει
Τη Ιβάν το μένεμαν
Σημειώσεις
¹ (ρωσ. душа моя) ψυχή μου

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost