.
.
Ση παλαιών τη στράταν

Εγώ εσέναν είπα σε

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Εγώ εσέναν είπα σε
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Εγώ εσέναν είπα σε:
«σο παναΰρ’ μη πας -ι!»
Η χώρα σ̌κύλ’ παιδία είν’,
τσερίζ’νε τη φοτά σ’ -ι

Πουλί μ’, τ’ ομμάτι͜α σ’ λέγ’ν ατο
τσ’ εγάπ’ς καμένον είσαι
Αφήντς εμέν το παλληκάρ’
και μαναχόν πώς κείσαι;

Βρέχ̌’ ο Θεόν και βρέχουμαι,
παίρ’ ο ήλιον, στεγνούμαι
Αν πατεί κα’ το χ̌ι͜ονωτόν
κείμαι κα’ και κοιμούμαι

Πού έν’ εκείνον το πουλίν
τα παλαλά ντ’ εποίν’νεν
Εστέκ’νεν κι εγκαλιάσκουτον
και το ποράν’ εσύρ’νεν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αφήντςαφήνεις
βρέχ̌’βρέχει
εγάπ’ςαγάπης
εγκαλιάσκουτοναγκαλιαζόταν
είν’(για πληθ.) είναι
έν’είναι
εποίν’νενέκανε, έφτιαχνε ποιέω-ῶ
εστέκ’νενέστεκε
εσύρ’νενέσερνε, τραβούσε, έριχνε
κα’κάτω
κείμαικείτομαι, ξαπλώνω
κείσαικείτεσαι, ξαπλώνεις
κοιμούμαικοιμάμαι
μαναχόν(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
ομμάτι͜αμάτια
παιδίαπαιδιά
παίρ’παίρνω/ει
παλαλάτρελά, τρέλες
παναΰρ’πανηγύρι
ποράν’μπόρα, καταιγίδα boran<βενετ. bora<λατ. Boreas <Βορέας (αντιδάνειο)
σ̌κύλ’(γεν.) σκύλου
τσ’(ως τση, άρθρο γεν. ενικού) του/της, (ως τσοι, άρθρο αιτ. πληθ.) τις, (ως ερωτημ. τσί;) ποιός;
τσερίζ’νεσκίζουν, ξεσκίζουν
φοτάμέρος γυναικείας ενδυμασίας που έμπαινε πάνω από το λαχόρι, το ζωνάρι το οποίο έδεναν οι γυναίκες τριγωνικά στη μέση τους πάνω από τη ζιπούνα, γεν. ποδιά futa
χ̌ι͜ονωτόνχιόνι
χώραοι ξένοι γενικά, οι μη οικείοι, η ξενιτειά
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αφήντςαφήνεις
βρέχ̌’βρέχει
εγάπ’ςαγάπης
εγκαλιάσκουτοναγκαλιαζόταν
είν’(για πληθ.) είναι
έν’είναι
εποίν’νενέκανε, έφτιαχνε ποιέω-ῶ
εστέκ’νενέστεκε
εσύρ’νενέσερνε, τραβούσε, έριχνε
κα’κάτω
κείμαικείτομαι, ξαπλώνω
κείσαικείτεσαι, ξαπλώνεις
κοιμούμαικοιμάμαι
μαναχόν(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
ομμάτι͜αμάτια
παιδίαπαιδιά
παίρ’παίρνω/ει
παλαλάτρελά, τρέλες
παναΰρ’πανηγύρι
ποράν’μπόρα, καταιγίδα boran<βενετ. bora<λατ. Boreas <Βορέας (αντιδάνειο)
σ̌κύλ’(γεν.) σκύλου
τσ’(ως τση, άρθρο γεν. ενικού) του/της, (ως τσοι, άρθρο αιτ. πληθ.) τις, (ως ερωτημ. τσί;) ποιός;
τσερίζ’νεσκίζουν, ξεσκίζουν
φοτάμέρος γυναικείας ενδυμασίας που έμπαινε πάνω από το λαχόρι, το ζωνάρι το οποίο έδεναν οι γυναίκες τριγωνικά στη μέση τους πάνω από τη ζιπούνα, γεν. ποδιά futa
χ̌ι͜ονωτόνχιόνι
χώραοι ξένοι γενικά, οι μη οικείοι, η ξενιτειά
Εγώ εσέναν είπα σε

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost