.
.
Τα κορτσόπα πολλά αγαπώ

Έλα, έλα αδακά

Έλα, έλα αδακά
fullscreen
Έλα, αρνόπο μ’, μετ’ εμέν
απέσ’ σα τσ̌αϊρόπα
Εντάμαν να θερίζομε,
ευτάμε κουμουλόπα

Έλα, έλα αδακά,
σο καφούλ’ οπίσ’ καικά
Σο καφούλ’ οπίσ’ καικά,
ξαν ευτάμε παλαλά

Αρ’ άλλο μη νουνί͜εις ατο,
ωτίν μη δί’ς ση χώραν
Έλα ας ευτάμε σεβνταλούκ’
ση παρχάρ’ την εβόραν

Έλα, έλα αδακά,
σο καφούλ’ οπίσ’ καικά
Σο καφούλ’ οπίσ’ καικά,
ξαν ευτάμε παλαλά

Όνταν δι͜αβαίντς κι απιδι͜αβαίντς
απ’ έμπρι͜α μ’ κέσ’, πουλόπο μ’
Η γλώσσα μ’ κορδυλι͜άεται
και φτιλακίζ’ το ψ̌όπο μ’

Έλα, έλα αδακά,
σο καφούλ’ οπίσ’ καικά
Σο καφούλ’ οπίσ’ καικά,
ξαν ευτάμε παλαλά
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αδακάεδώ κόντα
απέσ’μέσα
απιδι͜αβαίντςφεύγεις, αφήνεις πίσω, προσπερνάς, ξεπερνάς από + διαβαίνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
δι͜αβαίντς(για τόπο) περνάς, διασχίζεις, (για χρόνο) περνάς διαβαίνω
δί’ςδίνεις
εβόρανσκιά
έμπρι͜αμπροστά ἐμπρός
εντάμανμαζί
ευτάμεκάνουμε, φτιάχνουμε εὐθειάζω
θερίζομεθερίζουμε
καικάπρος τα κάτω, εκεί ακριβώς, κοντά
καφούλ’θάμνος κατάφυλλον<καταφύλλιον<κατ’φούλλιν
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
κορδυλι͜άεταιγίνεται κόμπος, μπλέκεται, περιπλέκεται κορδύλη (=ρόπαλο, εξόγκωμα)
κουμουλόπα(υποκορ.) σωροί, στοίβες, βουνιές cumulare
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
νουνί͜ειςσκέφτεσαι
ξανπάλι, ξανά
όντανόταν
οπίσ’πίσω
παλαλάτρελά, τρέλες
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
πουλόποπουλάκι
σεβνταλούκ’έρωτας sevdalık
τσ̌αϊρόπα(υποκορ.) λιβάδια çayır
φτιλακίζ’σπαρταρά, πάλλεται γρήγορα
χώρανξένους, μη οικείους, ξενιτειά
ψ̌όποψυχούλα
ωτίναυτί
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αδακάεδώ κόντα
απέσ’μέσα
απιδι͜αβαίντςφεύγεις, αφήνεις πίσω, προσπερνάς, ξεπερνάς από + διαβαίνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
δι͜αβαίντς(για τόπο) περνάς, διασχίζεις, (για χρόνο) περνάς διαβαίνω
δί’ςδίνεις
εβόρανσκιά
έμπρι͜αμπροστά ἐμπρός
εντάμανμαζί
ευτάμεκάνουμε, φτιάχνουμε εὐθειάζω
θερίζομεθερίζουμε
καικάπρος τα κάτω, εκεί ακριβώς, κοντά
καφούλ’θάμνος κατάφυλλον<καταφύλλιον<κατ’φούλλιν
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
κορδυλι͜άεταιγίνεται κόμπος, μπλέκεται, περιπλέκεται κορδύλη (=ρόπαλο, εξόγκωμα)
κουμουλόπα(υποκορ.) σωροί, στοίβες, βουνιές cumulare
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
νουνί͜ειςσκέφτεσαι
ξανπάλι, ξανά
όντανόταν
οπίσ’πίσω
παλαλάτρελά, τρέλες
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
πουλόποπουλάκι
σεβνταλούκ’έρωτας sevdalık
τσ̌αϊρόπα(υποκορ.) λιβάδια çayır
φτιλακίζ’σπαρταρά, πάλλεται γρήγορα
χώρανξένους, μη οικείους, ξενιτειά
ψ̌όποψυχούλα
ωτίναυτί
Έλα, έλα αδακά

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost