.
.
Αφιέρωμα στον Κώστα Τσακαλίδη

Εκάεν και το Τσ̌άμπασ̌ιν

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Εκάεν και το Τσ̌άμπασ̌ιν
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Εκάεν και το Τσ̌άμπασ̌ιν
κι επέμ’ναν τα τουβάρι͜α
[γιαρ, γιαρ, αμάν/ωφ! ωφ! αμάν]
Ερρούξαν σο γουρτάρεμαν
τ’ Ορτούς τα παλληκάρι͜α
[γιαρ, γιαρ, αμάν]

Αρ’ εκάεν κ’ εμανίεν
όλεν το παρχάρ’
Εκεί χορτάρ’ ’κ’ επέμ’νεν,
μανάχον σαχτάρ’

Όλ’ τρέχ’νε κι όλ’ αγληγορούν
πράματα να γλυτών’νε
[γιαρ, γιαρ, αμάν/ωφ! ωφ! αμάν]
Βαρκίζ’νε και παρακαλούν
όλι͜α για να τελούν’νε
[γιαρ, γιαρ, αμάν]

Αρ’ εκάεν κ’ εμανίεν
όλεν το παρχάρ’
Εκεί τιδέν ’κ’ επέμ’νεν,
μανάχον σαχτάρ’
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
βαρκίζ’νεκραυγάζουν, θρηνούν γοερά
γιαραγαπητός/ή/ό, αγάπη yâr
γλυτών’νεγλυτώνουν
γουρτάρεμανσώσιμο, διάσωση kurtarma
εκάενκάηκε
εμανίενμαύρισε/μουντζουρώθηκε από την καπνιά, καταστράφηκε, κατακάηκε μέχρι καπνιάς
επέμ’ναναπόμειναν
επέμ’νεναπόμεινε
ερρούξανέπεσαν
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
μανάχον(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
όλ’όλοι/α
όλενόλη/ο, ολόκληρη/ο
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
σαχτάρ’στάχτη στάχτη<στάζω
τιδέντίποτα
τουβάρι͜ατοίχοι duvar/dīvār
τρέχ’νετρέχουν
Τσ̌άμπασ̌ινπαρχάρι των Κοτυώρων του Πόντου (σημ. Ordu) στα ΝΑ της σημερινής επαρχίας Ορντού πολύ κοντά στα σύνορα με την επαρχία Κερασούντας Çambaşı (κυρ. Πευκοκορφή)
χορτάρ’χορτάρι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
βαρκίζ’νεκραυγάζουν, θρηνούν γοερά
γιαραγαπητός/ή/ό, αγάπη yâr
γλυτών’νεγλυτώνουν
γουρτάρεμανσώσιμο, διάσωση kurtarma
εκάενκάηκε
εμανίενμαύρισε/μουντζουρώθηκε από την καπνιά, καταστράφηκε, κατακάηκε μέχρι καπνιάς
επέμ’ναναπόμειναν
επέμ’νεναπόμεινε
ερρούξανέπεσαν
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
μανάχον(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
όλ’όλοι/α
όλενόλη/ο, ολόκληρη/ο
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
σαχτάρ’στάχτη στάχτη<στάζω
τιδέντίποτα
τουβάρι͜ατοίχοι duvar/dīvār
τρέχ’νετρέχουν
Τσ̌άμπασ̌ινπαρχάρι των Κοτυώρων του Πόντου (σημ. Ordu) στα ΝΑ της σημερινής επαρχίας Ορντού πολύ κοντά στα σύνορα με την επαρχία Κερασούντας Çambaşı (κυρ. Πευκοκορφή)
χορτάρ’χορτάρι
Εκάεν και το Τσ̌άμπασ̌ιν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost