.
.
Ο σταυραετόν

Ο Μάραντον

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Ο Μάραντον
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Τον Μάραντον χαρτίν έρθεν,
να πάει σην στρατείαν
Την νύχταν πάει σον μάστοραν,
την νύχταν μαστορεύει,
κόφτ’ ας σ’ ασήμι πέταλα
κι ας σο χρυσόν καρφία,
τ’ άλογον εκαλίβωνεν
καταντικρύ σον φέγγον
κι η κάλη ατ’ ’παρέστεκεν
με το χρυσόν μαντίλιν

-Πού πας, πού πας, νε Μάραντε;
Εμέν τίναν αφήνεις;
-Αφήνω σε τον κύρη μου
τον άεν-Κωνσταντίνον
Αφήνω σε την μάνα μου,
την άγιαν-Ελένην
Αφήνω σε τ’ αδέλφια μου,
τους Δώδεκα Αποστόλους

-Πού πας, πού πας, νε Μάραντε;
Εμέν τίναν αφήνεις;
-Αφήνω χ̌ίλι͜α πρόβατα
και πεντακόσ̌ι͜α αρνία,
Αφήνω σε τον κρίαρον,
τον χρυσοκωδωνάτεν,
Αφήνω σε χρυσόν σταυρόν
κι αργυρόν δαχτυλίδιν
Το δαχτυλίδ’ πούλτσον και φά’
και τον σταυρόν προσ̌κύνα

Τη κουκούλας το δέσιμον
καταβαστάζ’ μαλλία
Όλον το στέσιμον τ’ εσόν
τη Μάραντε ομοι͜άζ’νε

Εγώ είμαι ο Μάραντον
κι εσύ τ’ εμόν η κάλη
Εφτά χρόνι͜α έσ’νε σο νου μ’,
κορώνα σο κιφάλι μ’
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άενάγιο
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
εκαλίβωνενπετάλωνε caliga, η «αρβύλα» των Ρωμαίων Λεγεωναρίων μέχρι τον 2° μ.Χ. αι.
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έρθενήρθε
έσ’νεήσουν
εσόνδικός/ή/ό σου
κάληη αγαπητή σύζυγος, η σύζυγος
καταντικρύακριβώς απέναντι
κιφάλικεφάλι
κορώνα(ή κορόνα) κουρούνα, μτφ. προσφώνηση γυναίκας (για γυναίκα που χήρεψε), μτφ. καημένη κορώνη
κόφτ’κόβει
ομοι͜άζ’νεομοιάζουν, μοιάζουν
’παρέστεκεν(επαρέστεκεν) παραστεκόταν, βοηθούσε, στήριζε, περιποιούταν
πούλτσον(προστ.) πούλησε
τίνανποιον/α
φά’(προστ.) φάε
φέγγονφεγγάρι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άενάγιο
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
εκαλίβωνενπετάλωνε caliga, η «αρβύλα» των Ρωμαίων Λεγεωναρίων μέχρι τον 2° μ.Χ. αι.
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έρθενήρθε
έσ’νεήσουν
εσόνδικός/ή/ό σου
κάληη αγαπητή σύζυγος, η σύζυγος
καταντικρύακριβώς απέναντι
κιφάλικεφάλι
κορώνα(ή κορόνα) κουρούνα, μτφ. προσφώνηση γυναίκας (για γυναίκα που χήρεψε), μτφ. καημένη κορώνη
κόφτ’κόβει
ομοι͜άζ’νεομοιάζουν, μοιάζουν
’παρέστεκεν(επαρέστεκεν) παραστεκόταν, βοηθούσε, στήριζε, περιποιούταν
πούλτσον(προστ.) πούλησε
τίνανποιον/α
φά’(προστ.) φάε
φέγγονφεγγάρι
Ο Μάραντον

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost