.
.
Αγροτσ̌άλτς

Ας παίρ’νε σ’χωρεσίαν

Ας παίρ’νε σ’χωρεσίαν
fullscreen
Μαχ̌αίρια είν’ τα λόγια τουν
[ξαν] και σ̌κίζ’νε την καρδία μ’
Ας σο αίμαν ντο ’κχ̌ύεται
[ξαν!/ψ̌η μ’] ας παίρ’νε σ’χωρεσίαν

Τρία μαχ̌αίρια ξυμυτά
[ξαν] σην καρδι͜ά μ’ καρφωμένα
Εβγάλτεν και τερέστε͜ ατα
[ψ̌η μ’/ξαν] πώς είναι ματωμένα

Τ’ οσπίτι μ’ έν’ απέσ’ σ’ ορμάν’,
[ξαν] τ’ ολόερα κλερθία
Εσάρεψαν ατό οι τουσ̌μάν’
[ψ̌η μ’/ξαν] και τ’ άγρι͜α τα θερία

Η κάρδια μ’ ’κι ταγιανίζ’
[ξαν] σα τέρτι͜α και σα πόνι͜α
Έν’ (αρ’) άμον το Κουκούλ Τασί¹,
[ξαν] σ̌κεπαμένον τα χ̌ιόνι͜α
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απέσ’μέσα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
ατααυτά
εβγάλτεν(προστ.) βγάλτε
είν’(για πληθ.) είναι
έν’είναι
εσάρεψαντύλιξαν, περικύκλωσαν, άρεσαν sarmak
θερίαθεριά, θηρία
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλερθίαΆλνος ο κολλώδης, γνωστό με τις ονομασίες κλήθρα ή σκλήθρα
’κχ̌ύεταιεκχύνεται, χύνεται, εκρέει εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
ξανπάλι, ξανά
ξυμυτάμυτερά, σουβλερά, κωνικά ὀξύς+μύτη
ολόεραολόγυρα
ορμάν’δάσος orman
οσπίτισπίτι hospitium<hospes
παίρ’νεπαίρνουν
πόνι͜απόνοι
σ̌κεπαμένονσκεπασμένο
σ̌κίζ’νεσκίζουν
ταγιανίζ’αντέχω/ει, βαστάω/ει, υπομένω/ει dayanmak
τερέστε(προστ.) κοιτάξτε
τέρτι͜ακαημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
τουντους
τουσ̌μάν’εχθροί düşman/duşmān
ψ̌ηψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απέσ’μέσα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
ατααυτά
εβγάλτεν(προστ.) βγάλτε
είν’(για πληθ.) είναι
έν’είναι
εσάρεψαντύλιξαν, περικύκλωσαν, άρεσαν sarmak
θερίαθεριά, θηρία
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλερθίαΆλνος ο κολλώδης, γνωστό με τις ονομασίες κλήθρα ή σκλήθρα
’κχ̌ύεταιεκχύνεται, χύνεται, εκρέει εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
ξανπάλι, ξανά
ξυμυτάμυτερά, σουβλερά, κωνικά ὀξύς+μύτη
ολόεραολόγυρα
ορμάν’δάσος orman
οσπίτισπίτι hospitium<hospes
παίρ’νεπαίρνουν
πόνι͜απόνοι
σ̌κεπαμένονσκεπασμένο
σ̌κίζ’νεσκίζουν
ταγιανίζ’αντέχω/ει, βαστάω/ει, υπομένω/ει dayanmak
τερέστε(προστ.) κοιτάξτε
τέρτι͜ακαημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
τουντους
τουσ̌μάν’εχθροί düşman/duşmān
ψ̌ηψυχή
Ας παίρ’νε σ’χωρεσίαν
Σημειώσεις
¹ Θέση στο χωριό Διπόταμος Καβάλας (πλέον μετονομασθείσα σε Κορώνα)

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost