.
.
Με τοι φίλτς ι-μ’ εντάμαν

Η Τραπεζούντα, η μάνα μουν

Η Τραπεζούντα, η μάνα μουν
fullscreen
Όθεν κι αν πας, ήντι͜αν κι αν λες
’κι θα γλυτώντς καμίαν
Εκεί ση Μαυροθάλασσαν
θ’ ευρήκ’ς παρηγορίαν

Η Τραπεζούντα, η μάνα μουν
τα νύχτας ’κι κοιμάται
Εβγαίν’ απάν’ σο Ποζ-τεπέ
και όλιον καταράται

Αναλλαγάδι͜α λώματα
φορεί κάθαν ημέραν
Τερεί τα στράτας κι αναμέν’
να έρχουν από πέραν

Να έρχουνταν οι παλαιοί
π’ εφέκαν τα φωλέας
Και εγομώθαν τα άκλερα,
αχάντι͜α και κιντέας

Ὰμα του κάκου θ’ αναμέν’
κανείς ’κι γιανασ̌εύ’νε
Οι παλαιοί εχάθανε,
τον Άδην σ̌ολικεύ’νε

Ήλε μ’, που λάσ̌κεσαι ση γην
πέει, θα παλαλούμαι
Πού κέσ’ αναροθύμετα
και δίχα τέρτι͜α ζούνε;

Ποίος άμον τα γονικά μ’
εγνώρτσεν αδικίας;
Εμ’σοί τον Άδ’ ερμάτωσαν
και άλλ’ τα ξενιτείας

Είχα πατρίδαν έμορφον
θαλασσοφιλεμένον
Κι ατώρα λάσκουμαι ση γην
πουλίν αχπαραγμένον
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αδικίας(τα, πληθ.) αδικίες
άκλεραάκληρα, φτωχά, δυστυχή, ταλαίπωρα
ὰμααλλά ama/ammā
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αναλλαγάδι͜αγιορτινά/καλά ρούχα
αναμέν’περιμένει
αναροθύμετα(επίρρ.) χωρίς νοσταλγία
απάν’πάνω
ατώρατώρα
αχάντι͜ααγκάθια ἀκάνθιον, υποκορ. του ἄκανθα
αχπαραγμένοντρομαγμένο, ξαφνιασμένο εκσπαράσσω
γιανασ̌εύ’νεπλησιάζουν, πλευρίζουν yanaşmak
γλυτώντςγλυτώσεις
δίχαδίχως
εβγαίν’βγαίνει
εγνώρτσενγνώρισε
εγομώθανγέμισαν
έμορφονόμορφο
εμ’σοίμισοί
έρχουνέρχονται
έρχουντανέρχονται
ευρήκ’ςβρίσκεις
εφέκαναφήσαν
εχάθανεχάθηκαν
ήντι͜ανοτιδήποτε, ό,τι
θαλασσοφιλεμένονπου το φιλάει η θάλασσα, δίπλα στη θάλασσα
κάθανκάθε
καμίανποτέ
καταράταικαταριέται
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιντέαςτσουκνίδες
λάσ̌κεσαιπεριφέρεσαι, τριγυρνάς, περιπλανιέσαι ἀλάομαι/ηλάσκω
λάσκουμαιπεριφέρομαι, τριγυρίζω, περιπλανώμαι ἀλάομαι/ηλάσκω
λώματαρούχα λῶμα/λωμάτιον
μουνμας
νύχτας(ον.πληθ.,τα) νύχτες
όθενόπου, οπουδήποτε, σε όποιον
όλιονόλο, ολόκληρο
παλαιοίπαλιοί
παλαλούμαιτρελαίνομαι
παρηγορίανπαρηγοριά
πέει(προστ.) πες
ποζγκρι boz
Ποζ-Τεπέ(κυριολ. Γκρι ή Φαιός Λόφος) το όρος Μίθριο, λόφος που βρίσκεται 3 χλμ ΝΑ της πόλης της Τραπεζούντας Boz Tepe
ποίος(ερωτημ.) ποιός, (αναφ.αντων.) όποιος
σ̌ολικεύ’νεδίνουν χαρά, ψυχαγωγούν, μτφ. ζωντανεύουν şenlenmek
στράτας(ονομ.) δρόμοι, (αιτ.) δρόμους
τεπέκορυφή tepe
τερείκοιτάει
τέρτι͜ακαημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
φωλέας(ονομ.πληθ.) φωλιές, (γεν. ενικού) φωλιάς
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αδικίας(τα, πληθ.) αδικίες
άκλεραάκληρα, φτωχά, δυστυχή, ταλαίπωρα
ὰμααλλά ama/ammā
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αναλλαγάδι͜αγιορτινά/καλά ρούχα
αναμέν’περιμένει
αναροθύμετα(επίρρ.) χωρίς νοσταλγία
απάν’πάνω
ατώρατώρα
αχάντι͜ααγκάθια ἀκάνθιον, υποκορ. του ἄκανθα
αχπαραγμένοντρομαγμένο, ξαφνιασμένο εκσπαράσσω
γιανασ̌εύ’νεπλησιάζουν, πλευρίζουν yanaşmak
γλυτώντςγλυτώσεις
δίχαδίχως
εβγαίν’βγαίνει
εγνώρτσενγνώρισε
εγομώθανγέμισαν
έμορφονόμορφο
εμ’σοίμισοί
έρχουνέρχονται
έρχουντανέρχονται
ευρήκ’ςβρίσκεις
εφέκαναφήσαν
εχάθανεχάθηκαν
ήντι͜ανοτιδήποτε, ό,τι
θαλασσοφιλεμένονπου το φιλάει η θάλασσα, δίπλα στη θάλασσα
κάθανκάθε
καμίανποτέ
καταράταικαταριέται
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιντέαςτσουκνίδες
λάσ̌κεσαιπεριφέρεσαι, τριγυρνάς, περιπλανιέσαι ἀλάομαι/ηλάσκω
λάσκουμαιπεριφέρομαι, τριγυρίζω, περιπλανώμαι ἀλάομαι/ηλάσκω
λώματαρούχα λῶμα/λωμάτιον
μουνμας
νύχτας(ον.πληθ.,τα) νύχτες
όθενόπου, οπουδήποτε, σε όποιον
όλιονόλο, ολόκληρο
παλαιοίπαλιοί
παλαλούμαιτρελαίνομαι
παρηγορίανπαρηγοριά
πέει(προστ.) πες
ποζγκρι boz
Ποζ-Τεπέ(κυριολ. Γκρι ή Φαιός Λόφος) το όρος Μίθριο, λόφος που βρίσκεται 3 χλμ ΝΑ της πόλης της Τραπεζούντας Boz Tepe
ποίος(ερωτημ.) ποιός, (αναφ.αντων.) όποιος
σ̌ολικεύ’νεδίνουν χαρά, ψυχαγωγούν, μτφ. ζωντανεύουν şenlenmek
στράτας(ονομ.) δρόμοι, (αιτ.) δρόμους
τεπέκορυφή tepe
τερείκοιτάει
τέρτι͜ακαημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
φωλέας(ονομ.πληθ.) φωλιές, (γεν. ενικού) φωλιάς
Η Τραπεζούντα, η μάνα μουν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost