.
.
Η μάνα

Απόψ’ και σα μεσάνυχτα

Απόψ’ και σα μεσάνυχτα
fullscreen
Απόψ’ και σα μεσάνυχτα
ο ουρανόν ’ταράεν
Τα λίβι͜α εκατήβανε,
τ’ αρνόπο μ’ εχπαράεν

Θεέ μ’, Εσέν παρακαλώ,
τάζω σην Παναΐαν
Ακ’σέστεν το παράπονο μ’
τ’ αρνόπο μ’ δώστεν υείαν

Αρνόπο μ’, πώς εέντονε
και -ν- έχασες την υεία σ’;
Πώς έντονε κι εφώλεψεν
ο φόβον σην καρδία σ’

Έλα, ημέρα μ’, για να παίρτς
τον φόβον ας σην ψ̌ην ατ’ς
Εσύ πα, ήλε μ’, φώταξον
ας γελά το κατσίν ατ’ς
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
ακ’σέστεν(προστ.) ακούστε
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
ατ’ςαυτής, της
εέντονεέγινε
εκατήβανεκατέβηκαν
έντονεέγινε
εφώλεψενφώλιασε, μτφ. τρύπωσε, χώθηκε
εχπαράεν(αμτβ) τρόμαξε, ξαφνιάστηκε εκσπαράσσω
κατσίνπρόσωπο, μέτωπο
λίβι͜ασύννεφα λίβος<λείβω
παπάλι, επίσης, ακόμα
παίρτςπαίρνεις
’ταράεν(εταράεν) ταράχθηκε, ανακατεύτηκε, μπερδεύτηκε, αναμίχθηκε
υείαυγεία
υείανυγεία
φώταξον(προστ.) φώτισε
ψ̌ηνψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
ακ’σέστεν(προστ.) ακούστε
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
ατ’ςαυτής, της
εέντονεέγινε
εκατήβανεκατέβηκαν
έντονεέγινε
εφώλεψενφώλιασε, μτφ. τρύπωσε, χώθηκε
εχπαράεν(αμτβ) τρόμαξε, ξαφνιάστηκε εκσπαράσσω
κατσίνπρόσωπο, μέτωπο
λίβι͜ασύννεφα λίβος<λείβω
παπάλι, επίσης, ακόμα
παίρτςπαίρνεις
’ταράεν(εταράεν) ταράχθηκε, ανακατεύτηκε, μπερδεύτηκε, αναμίχθηκε
υείαυγεία
υείανυγεία
φώταξον(προστ.) φώτισε
ψ̌ηνψυχή
Απόψ’ και σα μεσάνυχτα
Σημειώσεις
¹ Ακούγεται να λέει πιθ. εκ παραδρομής «εκατέβανε»

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost