.
.
Ας σον Πόντον σην Ελλάδαν

Διπάτ’

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Διπάτ’
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Εξέβα τον ανήφορον
τα ελαφόπα κράζ’νε
Τη παρχαρί’ τα κορτσόπα
τον ύπνον ’κι χορτάζ’νε [νέι]
Τη παρχαρί’ τα κορτσόπα
εγκάλιαν ’κι χορτάζ’νε [νέι]

Αφκά και σ’ ελατόκλαδα
τα ελαφόπα κράζ’νε
Ατά πα ημερώθανε
σα μέρι͜α μουν φωλιάζ’νε [νέι]

Σ’ όλια τ’ ορμάνια λάσκουμαι
καν’νάν χαπέρ’ ’κι δίγω
Κι αρ’ όντες γιανασ̌εύω σε
το ψ̌όπο μ’ παραδίγω [νέι]

Να ποδεδίζω τον παρχάρ’
με τα ψηλά τ’ ελάτι͜α
Εμέν κι εσέναν έκρυφ’ναν
ας ση κοσμί’ τ’ ομμάτι͜α [βάι!]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατάαυτά
αφκάκάτω
γιανασ̌εύωπλησιάζω, πλευρίζω yanaşmak
δίγωδίνω
εγκάλιαν(αιτ.) αγκαλιά
έκρυφ’νανέκρυβαν
ελάτι͜αέλατα
ελαφόπαελαφάκια
εξέβαβγήκα, ανέβηκα, μτφ. προέκυψα
καν’νάνκανέναν
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κορτσόπακοριτσάκια
κοσμί’κόσμου
κράζ’νεκρώζουν, κραυγάζουν κρώζω
λάσκουμαιπεριφέρομαι, τριγυρίζω, περιπλανώμαι ἀλάομαι/ηλάσκω
μέρι͜αμέρη
μουνμας
να ποδεδίζωνα χαρώ κπ
όλιαόλα
ομμάτι͜αμάτια
όντεςόταν
ορμάνιαδάση orman
παπάλι, επίσης, ακόμα
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
παρχαρί’θερινού βοσκότοπου (παρχαριού)
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
χαπέρ’είδηση, νέο haber/ḫaber
χορτάζ’νεχορτάζουν
ψ̌όποψυχούλα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατάαυτά
αφκάκάτω
γιανασ̌εύωπλησιάζω, πλευρίζω yanaşmak
δίγωδίνω
εγκάλιαν(αιτ.) αγκαλιά
έκρυφ’νανέκρυβαν
ελάτι͜αέλατα
ελαφόπαελαφάκια
εξέβαβγήκα, ανέβηκα, μτφ. προέκυψα
καν’νάνκανέναν
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κορτσόπακοριτσάκια
κοσμί’κόσμου
κράζ’νεκρώζουν, κραυγάζουν κρώζω
λάσκουμαιπεριφέρομαι, τριγυρίζω, περιπλανώμαι ἀλάομαι/ηλάσκω
μέρι͜αμέρη
μουνμας
να ποδεδίζωνα χαρώ κπ
όλιαόλα
ομμάτι͜αμάτια
όντεςόταν
ορμάνιαδάση orman
παπάλι, επίσης, ακόμα
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
παρχαρί’θερινού βοσκότοπου (παρχαριού)
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
χαπέρ’είδηση, νέο haber/ḫaber
χορτάζ’νεχορτάζουν
ψ̌όποψυχούλα
Διπάτ’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost