.
.
Ας σον Πόντον σην Ελλάδαν

Επιτραπέζιο

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Επιτραπέζιο
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Άμον τα μήλα σο κλαδίν
τα κόλφι͜α ’θε λαΐσκουν
κι όντες σπιχταγκαλιάσ̌κεται
πώς ’κι φοάται γλύσκουν;

Αφκά στο σπαρελόπο σου
ντό είναι τα πουλόπα;
Ατά -ν- επαρεπείνασαν
και θέλ’νε θρυμμουλόπα

Αποκουμπία το σπαρέλ’ -τ- σ’
ας φαίνεται -ν- η ψ̌ήκα σ’
Θα κλίσ̌κεται κα’ και φιλεί
ο καρίπ’ς ο Γιωρίκας

Άσπρα τσ̌ιτσ̌έκια ’κχ̌ύουνταν
ας σην πορπατησία σ’
Να έμ’ τη σπαρελί’ σ’ τ’ αστάρ’
κι εκείμ’ απέσ’ σα ψ̌ήα σ’
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απέσ’μέσα
αποκουμπία(προστ.) ξεκούμπωσε
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
αστάρ’φόδρα, υπόστρωμα astar/āster
ατάαυτά
αφκάκάτω
γλύσκουνσυνθλίβονται, λιώνουν
εκείμ’κειτόμουν, ξάπλωνα
έμ’ήμουν
επαρεπείνασανπαραπείνασαν
’θετου/της
θέλ’νεθέλουν
θρυμμουλόπαψιχουλάκια
κα’κάτω
καρίπ’ςξένος, μοναχικός, φτωχός, ανήμπορος / (αιτ. πληθ.) ξένους, μοναχικούς, φτωχούς, ανήμπορους garip/ġarīb
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλίσ̌κεταισκύβει, κλίνει
κόλφι͜αη αγκαλιά, ο κόλπος, το μέρος του σώματος ανάμεσα στους βραχίονες και το στήθος, το στήθος της γυναίκας
’κχ̌ύουντανεκχύνονται, χύνονται, εκρέουν εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
λαΐσκουνκουνιούνται πέρα-δώθε
όντεςόταν
πορπατησίαπερπατησιά, περπάτημα
πουλόπαπουλάκια
σπαρέλ’μέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
σπαρελί’σπαρελιού (μέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους) spalliera
σπαρελόπομέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
σπιχταγκαλιάσ̌κεταισφιχταγκαλιάζει
τσ̌ιτσ̌έκιαλουλούδια çiçek
φοάταιφοβάται
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
ψ̌ήκαψυχούλα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απέσ’μέσα
αποκουμπία(προστ.) ξεκούμπωσε
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
αστάρ’φόδρα, υπόστρωμα astar/āster
ατάαυτά
αφκάκάτω
γλύσκουνσυνθλίβονται, λιώνουν
εκείμ’κειτόμουν, ξάπλωνα
έμ’ήμουν
επαρεπείνασανπαραπείνασαν
’θετου/της
θέλ’νεθέλουν
θρυμμουλόπαψιχουλάκια
κα’κάτω
καρίπ’ςξένος, μοναχικός, φτωχός, ανήμπορος / (αιτ. πληθ.) ξένους, μοναχικούς, φτωχούς, ανήμπορους garip/ġarīb
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλίσ̌κεταισκύβει, κλίνει
κόλφι͜αη αγκαλιά, ο κόλπος, το μέρος του σώματος ανάμεσα στους βραχίονες και το στήθος, το στήθος της γυναίκας
’κχ̌ύουντανεκχύνονται, χύνονται, εκρέουν εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
λαΐσκουνκουνιούνται πέρα-δώθε
όντεςόταν
πορπατησίαπερπατησιά, περπάτημα
πουλόπαπουλάκια
σπαρέλ’μέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
σπαρελί’σπαρελιού (μέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους) spalliera
σπαρελόπομέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
σπιχταγκαλιάσ̌κεταισφιχταγκαλιάζει
τσ̌ιτσ̌έκιαλουλούδια çiçek
φοάταιφοβάται
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
ψ̌ήκαψυχούλα
Επιτραπέζιο

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost