.
.
Ας σον Πόντον σην Ελλάδαν

Τικ

Τικ
fullscreen
Καλέσσα έν’ η πεθερά
ους να σύρ’ και τυλί͜ει σε
Κι ας σου τυλί͜ει σε κι υστερνά
σ’ ομμάτι͜α ’κι τερεί σε

Ας σην αρχή λέει και γελά,
ευτάει πως αγαπά σε
Κι ας σου παντρεύ’ σε κι υστερνά
κι αφήν’ -τ- σε να κοιμάσαι

Κάπου καικά ζαροπατείς
εβγάλ’ άγρι͜α λαλίας
Γίνεσαι ν’ αχπάντς και να σύρτς
και φτιλί͜εις τα μαλλία τ’ς

Έμορφα είχ̌ες ήσυχο,
Γιαννίκο μ’ / Γιωρίκα μ’, το κιφάλι σ’
Απ’ ετώρα όθεν κέσ’ πας
θα σύρ’νε το δουκάλι σ’

♫

Ασ’ όλι͜ον προκομμέντσα έν’
η νύφε τη Δευτέρας
Την Τρίτ’ αρχινά να εμπαίν’
σα ρωθώνι͜α τ’ς αέρας

Τετράδ’ πρωί θα αρχινά
να παίρ’ τ’ απάν’ το μέρος
Την Πέφτ’ πιάν’ ατεν τ’ ινιάτ’
λέει «’κι πάγω σο θέρος»

Την Παρασκευή το πρωίν
θα σύρ’ έξ’ την πογιάν ατ’ς¹
και τη Σάββα θα κλώσ̌κεται
απάν’ σην πεθεράν ατ’ς

♫

Άνοιξη μ’, καλοκαίρι μ’,
να φιλώ σε -ν- σ̌εκέρι μ’
Μοθοπώρ’ σο χ̌ερόπο μ’,
χ̌ειμωγκόν σ’ εγκαλιόπο μ’

Εσύ, το περιστέρι μ’
εσύ, το φωταχτέρι μ’
Έλα έμπα σο χ̌έρι μ’
εσύ είσαι το ταίρι μ’

Άφ’ς τον κύρ’ και τη μάναν
έλα, ψ̌η μ’, μετ’ εμέναν
Εσύ είσαι, φραντάλα μ’,
τη ζωής ι-μ’ το έναν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
απάν’πάνω
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
ας σουαπό του, από τότε που/αφότου, από αυτό που
ασ’από
ατεναυτήν
ατ’ςαυτής, της
αφήν’αφήνει
άφ’ς(προστ.) άφησε
αχπάντςξεριζώνεις, ξεκολλάς, αποκολλάς βιαίως ἐκσπάω
δουκάλικαπίστρι ζώου
εβγάλ’βγάλει
εγκαλιόποαγκαλίτσα
έμορφαόμορφα
έμπα(προστ.) μπες
εμπαίν’μπαίνει
έν’είναι
έξ’έξω ή ο αριθμός έξι
ετώρατώρα
ευτάεικάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
ζαροπατείςστραβοπατάς
θέροςκαλοκαίρι
ινιάτ’γινάτι, πείσμα, (αιτ.) πεισματάρη inat/ʿinād
καικάπρος τα κάτω, εκεί ακριβώς, κοντά
καλέσσακαλή
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιφάλικεφάλι
κλώσ̌κεταιγυρίζει, επιστρέφει
κύρ’πατέρα
λαλίαςλαλιές, φωνές, (γεν. ενικού) φωνής
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
μοθοπώρ’φθινόπωρο
νύφενύφη
όθενόπου, οπουδήποτε, σε όποιον
ομμάτι͜αμάτια
ουςως, μέχρι
παίρ’παίρνω/ει
Πέφτ’Πέμπτη
πιάν’πιάνει
πογιάνμπογιά, βαφή, χρώμα boya
προκομμέντσαπροκομμένη
ρωθώνι͜αρουθούνια
σ̌εκέριζάχαρη, γλυκό/ά şeker < şakar (περσ.) < śakkharā (οψ. σανσκ.) < śárkarā (σανσκριτ.)
σύρ’σύρω/ει, τραβάω/ει, ρίχνω/ει
σύρ’νεσέρνουν, τραβούν, ρίχνουν
σύρτςσέρνεις, τραβάς, ρίχνεις
τερείκοιτάει
Τετράδ’Τετάρτη
Τρίτ’Τρίτη
τυλί͜ειτυλίγει
υστερνάκατοπινά, τελευταία
φραντάλαγυναίκα πρόσχαρη, πληθωρική γυναίκα
φτιλί͜ειςμαδάς, ξεπουπουλίζεις πτίλον
φωταχτέριαπαστράπτον, λαμπερό, μτφ. όμορφο
χ̌ειμωγκόν(ονομ.) χειμώνας, (γεν.) χειμώνα
χ̌ερόποχεράκι
ψ̌ηψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
απάν’πάνω
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
ας σουαπό του, από τότε που/αφότου, από αυτό που
ασ’από
ατεναυτήν
ατ’ςαυτής, της
αφήν’αφήνει
άφ’ς(προστ.) άφησε
αχπάντςξεριζώνεις, ξεκολλάς, αποκολλάς βιαίως ἐκσπάω
δουκάλικαπίστρι ζώου
εβγάλ’βγάλει
εγκαλιόποαγκαλίτσα
έμορφαόμορφα
έμπα(προστ.) μπες
εμπαίν’μπαίνει
έν’είναι
έξ’έξω ή ο αριθμός έξι
ετώρατώρα
ευτάεικάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
ζαροπατείςστραβοπατάς
θέροςκαλοκαίρι
ινιάτ’γινάτι, πείσμα, (αιτ.) πεισματάρη inat/ʿinād
καικάπρος τα κάτω, εκεί ακριβώς, κοντά
καλέσσακαλή
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιφάλικεφάλι
κλώσ̌κεταιγυρίζει, επιστρέφει
κύρ’πατέρα
λαλίαςλαλιές, φωνές, (γεν. ενικού) φωνής
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
μοθοπώρ’φθινόπωρο
νύφενύφη
όθενόπου, οπουδήποτε, σε όποιον
ομμάτι͜αμάτια
ουςως, μέχρι
παίρ’παίρνω/ει
Πέφτ’Πέμπτη
πιάν’πιάνει
πογιάνμπογιά, βαφή, χρώμα boya
προκομμέντσαπροκομμένη
ρωθώνι͜αρουθούνια
σ̌εκέριζάχαρη, γλυκό/ά şeker < şakar (περσ.) < śakkharā (οψ. σανσκ.) < śárkarā (σανσκριτ.)
σύρ’σύρω/ει, τραβάω/ει, ρίχνω/ει
σύρ’νεσέρνουν, τραβούν, ρίχνουν
σύρτςσέρνεις, τραβάς, ρίχνεις
τερείκοιτάει
Τετράδ’Τετάρτη
Τρίτ’Τρίτη
τυλί͜ειτυλίγει
υστερνάκατοπινά, τελευταία
φραντάλαγυναίκα πρόσχαρη, πληθωρική γυναίκα
φτιλί͜ειςμαδάς, ξεπουπουλίζεις πτίλον
φωταχτέριαπαστράπτον, λαμπερό, μτφ. όμορφο
χ̌ειμωγκόν(ονομ.) χειμώνας, (γεν.) χειμώνα
χ̌ερόποχεράκι
ψ̌ηψυχή
Τικ

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost