.
.
Ποντιακό αντάμωμα

Και με τα τραγωδίας ι-μ’

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Και με τα τραγωδίας ι-μ’
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Και με τα τραγωδίας ι-μ’
[ν’ αηλί εμέν!]
και με το τουλουμόπο μ’
[ούι, ν’ αηλί και βάι ξαν εμέν]
την τρυγονίτσα μ’ έχ’ ατεν
[ν’ αηλί εμέν!]
σ’ οσπίτι μ’ εγλεντζ̌όπον
[ούι, ν’ αηλί και βάι ξαν εμέν]

Κανείται, Θεέ μ’, άλλο μη βρέ͜εις,
[ν’ αηλί εμέν!]
κατασπάντς τα λιθάρι͜α
[ούι, ν’ αηλί και βάι ξαν εμέν]
Τ’ εμά τα δάκρυ͜α και τσ’ εγάπ’ς
[ν’ αηλί εμέν!]
κανείνταν σα χορτάρι͜α
[ούι, ν’ αηλί και βάι ξαν εμέν]

Με τα πουλόπα του Θεού
[ν’ αηλί εμέν!]
θα ’φτάγω συντροφίαν
[ούι, ν’ αηλί και βάι ξαν εμέν]
Ατά πας̌ κ’ έχ’νε άμον τ’ εσόν
[ν’ αηλί εμέν!]
σιδερένεν καρδίαν;
[ούι, ν’ αηλί και βάι ξαν εμέν]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ατάαυτά
ατεναυτήν
βρέ͜ειςβρέχεις
εγάπ’ςαγάπης
εγλεντζ̌όπονψυχαγωγικό μέσο, μέσο με το οποίο απασχολείται κάποιος ευχάριστα eğlence
εμάδικά μου
εσόνδικός/ή/ό σου
έχ’νεέχουνε
κανείντανείναι αρκετά, επαρκούν για κτ ἱκανόω
κανείταιείναι αρκετό, επαρκεί για κτ ἱκανόω
κατασπάντςκατασπάζεις
λιθάρι͜αλιθάρια, πέτρες
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
ξανπάλι, ξανά
οσπίτισπίτι hospitium<hospes
πας̌μήπως, μπας και, είναι δυνατόν, μην τύχει (και) μήν πᾶς
πουλόπαπουλάκια
σιδερένενσιδερένια/ο
συντροφίανσυντροφιά, παρέα
τουλουμόπο(υποκορ.) άσκαυλος, αγγείο tulum
τραγωδίαςτραγούδια
τρυγονίτσα(υποκορ.) το πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
τσ’(ως τση, άρθρο γεν. ενικού) του/της, (ως τσοι, άρθρο αιτ. πληθ.) τις, (ως ερωτημ. τσί;) ποιός;
’φτάγω(ευτάγω) κάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ατάαυτά
ατεναυτήν
βρέ͜ειςβρέχεις
εγάπ’ςαγάπης
εγλεντζ̌όπονψυχαγωγικό μέσο, μέσο με το οποίο απασχολείται κάποιος ευχάριστα eğlence
εμάδικά μου
εσόνδικός/ή/ό σου
έχ’νεέχουνε
κανείντανείναι αρκετά, επαρκούν για κτ ἱκανόω
κανείταιείναι αρκετό, επαρκεί για κτ ἱκανόω
κατασπάντςκατασπάζεις
λιθάρι͜αλιθάρια, πέτρες
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
ξανπάλι, ξανά
οσπίτισπίτι hospitium<hospes
πας̌μήπως, μπας και, είναι δυνατόν, μην τύχει (και) μήν πᾶς
πουλόπαπουλάκια
σιδερένενσιδερένια/ο
συντροφίανσυντροφιά, παρέα
τουλουμόπο(υποκορ.) άσκαυλος, αγγείο tulum
τραγωδίαςτραγούδια
τρυγονίτσα(υποκορ.) το πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
τσ’(ως τση, άρθρο γεν. ενικού) του/της, (ως τσοι, άρθρο αιτ. πληθ.) τις, (ως ερωτημ. τσί;) ποιός;
’φτάγω(ευτάγω) κάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
Και με τα τραγωδίας ι-μ’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost