.
.
Τ’ αναλλαγάδ’

Ο λυριτζ̌ής

Ο λυριτζ̌ής
fullscreen
Το τοξάρι σ’ πάει κι έρ’ται,
μουρδουλίζ’ και λέει
Λυριτσ̌ή, το κεμεντζ̌όπο σ’
ντ’ έπαθεν και κλαίει; [μανίτσα μ’]

Τα κόρδας ι-σ’ εζαγκώθαν,
άλλαξον το τέλ’
Κι αν ποτίζ’νε σε φαρμάκια,
εσύ δος ατ’ς μέλ’ [μανίτσα μ’]

Να τσακούται το τοξάρι σ’,
πάντα παίζ’ καημούς
Κι ας ση πρόσφυγα το στόμαν
ακούς στεναγμούς [μανίτσα μ’]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άλλαξον(προστ.) άλλαξε
ατ’ςαυτής, της
δοςδώσε
εζαγκώθαν(για χάλκινα και γεν. μεταλλικά σκεύη) σκούριασαν, μτφρ. αδυνάτισαν σωματικά, έγιναν ισχνά
έρ’ταιέρχεται
κεμεντζ̌όπο(υποκορ.) λύρα kemençe/kemānçe
κόρδαςχορδές
μέλ’μέλι
μουρδουλίζ’γρυλλίζει υπόκωφα, παράγει υπόκωφο ήχο
παίζ’παίζω/παίζει
ποτίζ’νεποτίζουν, δίνουν σε κπ να πιει
τέλ’σύρμα, χορδή μουσικού οργάνου tel
τσακούταισπάει
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άλλαξον(προστ.) άλλαξε
ατ’ςαυτής, της
δοςδώσε
εζαγκώθαν(για χάλκινα και γεν. μεταλλικά σκεύη) σκούριασαν, μτφρ. αδυνάτισαν σωματικά, έγιναν ισχνά
έρ’ταιέρχεται
κεμεντζ̌όπο(υποκορ.) λύρα kemençe/kemānçe
κόρδαςχορδές
μέλ’μέλι
μουρδουλίζ’γρυλλίζει υπόκωφα, παράγει υπόκωφο ήχο
παίζ’παίζω/παίζει
ποτίζ’νεποτίζουν, δίνουν σε κπ να πιει
τέλ’σύρμα, χορδή μουσικού οργάνου tel
τσακούταισπάει
Ο λυριτζ̌ής

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost