.
.
Άμον τον ήλεν έμορφος

Άμον τον ήλεν έμορφος

Άμον τον ήλεν έμορφος
fullscreen
Γουρπάν’ σο τόπον ντο πατείς
και σο κρεβάτ’ ντο κείσαι
Άμον τον ήλεν έμορφον
θαρρείς τ’ ημ’σάρ’ν ατ’ είσαι

Πουλί μ’, τα μαλλοδέματα σ’
μεταξωτά γαϊτάνι͜α
κι ατό το τσ̌ίτ’ ζωγραφιστόν
σο κατσίν και σα γιάνια

Σ’ ομμάτι͜α μ’ δί’ς αψίματα,
σην καρδι͜ά μ’ τα φωτίας,
το σκουλαρίκ’ το φενερλίν
όντες κρεμάντς σ’ ωτία σ’

Όλια τα χάρ’τι͜α ας σο Θεόν
τ’ εμόν τ’ αρνίν επέρεν
Ελέπ’νε ατο τα συνέλ’κα μ’
τα συγκόρτσ̌ι͜α ζελεύ’νε
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
αψίματαφωτιές
γαϊτάνι͜αέντεχνα πλεγμένα κορδόνια με τρεις μεταξωτές κλωστές (κοτσίδα) ή τέσσερεις (τεχρίλι), ή και μάλλινο ή βαμβακερό, που στόλιζε τα ρούχα στο κάτω μέρος των μανικιών και στον ποδόγυρο μτφ. όμορφα και λεπτά/καλαίσθητα kaytan
γιάνιαστο πλάι, δίπλα, πλαγιαστά, λοξά yan
γουρπάν’θυσία kurban/ḳurbān
δί’ςδίνεις
ελέπ’νεβλέπουνε
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έμορφονόμορφο
επέρενπήρε
ζελεύ’νεζηλεύουν
ήλενήλιος/ήλιο
ημ’σάρ’ν(ημ’σάριν) το μισό μιας ποσότητας
κατσίνπρόσωπο, μέτωπο
κείσαικείτεσαι, ξαπλώνεις
κρεμάντςκρεμάς
μαλλοδέματαδέματα που δένονται στο τέλος της πλεξούδας για να την κρατήσουν, ώστε να μη λυθεί
όλιαόλα
ομμάτι͜αμάτια
όντεςόταν
πατείςπατάς
συγκόρτσ̌ι͜ασυνομήλικα κορίτσια
συνέλ’κασυνομήλικα
τσ̌ίτ’μαντίλι κεφαλής çit
φενερλίνλαμπερό fener<φανάριον<φανός +-li
φωτίας(γεν.ενικ.) φωτιάς, (ον.πληθ., τα) φωτιές
χάρ’τι͜αχάρεις, χαρίσματα
ωτίααυτιά
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
αψίματαφωτιές
γαϊτάνι͜αέντεχνα πλεγμένα κορδόνια με τρεις μεταξωτές κλωστές (κοτσίδα) ή τέσσερεις (τεχρίλι), ή και μάλλινο ή βαμβακερό, που στόλιζε τα ρούχα στο κάτω μέρος των μανικιών και στον ποδόγυρο μτφ. όμορφα και λεπτά/καλαίσθητα kaytan
γιάνιαστο πλάι, δίπλα, πλαγιαστά, λοξά yan
γουρπάν’θυσία kurban/ḳurbān
δί’ςδίνεις
ελέπ’νεβλέπουνε
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έμορφονόμορφο
επέρενπήρε
ζελεύ’νεζηλεύουν
ήλενήλιος/ήλιο
ημ’σάρ’ν(ημ’σάριν) το μισό μιας ποσότητας
κατσίνπρόσωπο, μέτωπο
κείσαικείτεσαι, ξαπλώνεις
κρεμάντςκρεμάς
μαλλοδέματαδέματα που δένονται στο τέλος της πλεξούδας για να την κρατήσουν, ώστε να μη λυθεί
όλιαόλα
ομμάτι͜αμάτια
όντεςόταν
πατείςπατάς
συγκόρτσ̌ι͜ασυνομήλικα κορίτσια
συνέλ’κασυνομήλικα
τσ̌ίτ’μαντίλι κεφαλής çit
φενερλίνλαμπερό fener<φανάριον<φανός +-li
φωτίας(γεν.ενικ.) φωτιάς, (ον.πληθ., τα) φωτιές
χάρ’τι͜αχάρεις, χαρίσματα
ωτίααυτιά
Άμον τον ήλεν έμορφος

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost