.
.
Με δάκρυ͜α τη καρδίας

Ο γέρον

Ο γέρον
fullscreen
Με τ’ ελιγόστεψεν το φως
ας σ’ ατουνού τ’ ομμάτι͜α
Ο γέρον σην καρδίαν ατ’
ακόμαν έχ̌’ μουράτι͜α

Θέλ’ να έχ̌’ την υείαν ατ’,
θέλ’ να ελέπ’ εγγόνια
Κι ας έρχουν τα γεράματα,
κι ας δα̤βαίν’νε τα χρόνια

Κάποτε πέτραν έσπιγγεν
κι ατός ψωμίν εβγάλλ’νεν
Κάποτε με τοι πεχλιβέντς
ατός κιφάλ’ εβάλλ’νεν

Όθεν είστουνε έτονε
κι εκεί που έν’ θα πάτεν
Το γέρον να σαεύετε,
το γέρον ν’ αγαπάτεν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ατόςαυτός
ατουνούαυτουνού
δα̤βαίν’νε(για τόπο) περνούν, διασχίζουν, (για χρόνο) περνούν (γενικότερα) περνούν, παύουν, τελειώνουν διαβαίνω
εβάλλ’νενέβαζε
εβγάλλ’νενέβγαζε
είστουνεείστε
ελέπ’βλέπει/βλέπω
ελιγόστεψενλιγόστεψε
έν’είναι
έρχουνέρχονται
έσπιγγενέσφιγγε
έτονεήταν
έχ̌’έχει
κιφάλ’κεφάλι
μουράτι͜αεπιθυμίες, πόθοι murat/murād
όθενόπου, οπουδήποτε, σε όποιον
ομμάτι͜αμάτια
πάτεν(προστ.) πηγαίνετε, πάτε
πεχλιβέντςκυρ. παλαιστές, μτφ. παλληκάρια, ανδρειωμένους pehlivan/pehlevān
σαεύετευπολογίζετε, εκτιμάτε, λογαριάζετε saymak
τοιτους/τις
υείανυγεία
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ατόςαυτός
ατουνούαυτουνού
δα̤βαίν’νε(για τόπο) περνούν, διασχίζουν, (για χρόνο) περνούν (γενικότερα) περνούν, παύουν, τελειώνουν διαβαίνω
εβάλλ’νενέβαζε
εβγάλλ’νενέβγαζε
είστουνεείστε
ελέπ’βλέπει/βλέπω
ελιγόστεψενλιγόστεψε
έν’είναι
έρχουνέρχονται
έσπιγγενέσφιγγε
έτονεήταν
έχ̌’έχει
κιφάλ’κεφάλι
μουράτι͜αεπιθυμίες, πόθοι murat/murād
όθενόπου, οπουδήποτε, σε όποιον
ομμάτι͜αμάτια
πάτεν(προστ.) πηγαίνετε, πάτε
πεχλιβέντςκυρ. παλαιστές, μτφ. παλληκάρια, ανδρειωμένους pehlivan/pehlevān
σαεύετευπολογίζετε, εκτιμάτε, λογαριάζετε saymak
τοιτους/τις
υείανυγεία
Ο γέρον

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost