.
.
Λιβωμένον καρδόπο μ’

Λιβωμένον καρδόπο μ’

Λιβωμένον καρδόπο μ’
fullscreen
Σ’ ωτία μ’ έρχουν τα λόγ̆ια σ’
και σ’ ομμάτι͜α μ’ εικόνας
«Εγάπη μ’», όντες έλεες
κι εφίλ’να απέσ’ σο στόμα σ’

Κι εσύ πουθέν πα κείσαι!
Βάι! λιβωμένον καρδόπο μ’,
λύεσαι και τελείσαι!

Θυμούμαι τα σ̌ορνέματα σ’
ίλιαμ τα αφορμάσ̌ι͜α σ’
Τον φέγγον πώς ετέρ’ναμε
με το στέρνο μ’ ση ράχ̌ι͜α σ’

Κι εσύ πουθέν πα κείσαι!
Βάι! λιβωμένον καρδόπο μ’,
λύεσαι και τελείσαι!

Εθαρρώ χαντυλλιάζ’νε με
τα μαύρα τα μαλλία σ’
κι ο κόσμον όλιον σκουτουλίζ’
αρ’ ας σην ευωδία σ’

Κι εσύ πουθέν πα κείσαι!
Βάι! λιβωμένον καρδόπο μ’,
λύεσαι και τελείσαι!
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
απέσ’μέσα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
αφορμάσ̌ι͜αυποκρισίες, προφάσεις, ψεύτικες δικαιολογίες
εγάπηαγάπη
εθαρρώθαρρώ, νομίζω, υποθέτω
εικόνας(ονομ. πληθ., τα) εικόνες
έλεεςέλεγες
έρχουνέρχονται
ετέρ’ναμεκοιτούσαμε
εφίλ’ναφιλούσα
θυμούμαιθυμάμαι
ίλιαμπροπαντώς, ιδιαίτερα, ειδικά illa/illā
καρδόποκαρδούλα
κείσαικείτεσαι, ξαπλώνεις
λιβωμένονσυννεφιασμένο λίβος<λείβω
λύεσαιλιώνεις
όλιονόλο, ολόκληρο
ομμάτι͜αμάτια
όντεςόταν
παπάλι, επίσης, ακόμα
πουθένπουθενά
ράχ̌ι͜αράχη, πλάτη
σκουτουλίζ’ευωδιάζει, μοσχοβολάει
σ̌ορνέματαχοροπηδήματα από χαρά
τελείσαιτελειώνεις, εξαντλείσαι
φέγγονφεγγάρι
χαντυλλιάζ’νεγαργαλάνε, μτφ. θαμπώνουν
ωτίααυτιά
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
απέσ’μέσα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
αφορμάσ̌ι͜αυποκρισίες, προφάσεις, ψεύτικες δικαιολογίες
εγάπηαγάπη
εθαρρώθαρρώ, νομίζω, υποθέτω
εικόνας(ονομ. πληθ., τα) εικόνες
έλεεςέλεγες
έρχουνέρχονται
ετέρ’ναμεκοιτούσαμε
εφίλ’ναφιλούσα
θυμούμαιθυμάμαι
ίλιαμπροπαντώς, ιδιαίτερα, ειδικά illa/illā
καρδόποκαρδούλα
κείσαικείτεσαι, ξαπλώνεις
λιβωμένονσυννεφιασμένο λίβος<λείβω
λύεσαιλιώνεις
όλιονόλο, ολόκληρο
ομμάτι͜αμάτια
όντεςόταν
παπάλι, επίσης, ακόμα
πουθένπουθενά
ράχ̌ι͜αράχη, πλάτη
σκουτουλίζ’ευωδιάζει, μοσχοβολάει
σ̌ορνέματαχοροπηδήματα από χαρά
τελείσαιτελειώνεις, εξαντλείσαι
φέγγονφεγγάρι
χαντυλλιάζ’νεγαργαλάνε, μτφ. θαμπώνουν
ωτίααυτιά
Λιβωμένον καρδόπο μ’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost