.
.
Τα σήμαντρα εσήμαναν

Τα σήμαντρα εσήμαναν

Τα σήμαντρα εσήμαναν
fullscreen
Τα σήμαντρα εσήμαναν
σπαθία κρού’ν σπαθών’νε
Σοφίτσα μ’, ατσ̌ά θα προφτάντς;
σαρικοφόρ’ σουμών’νε

Εύρηκον, πουλί μ’, το τακάτ’
τέρεν απάν’ σ’ ουράνια
Ποίσον σταυρόν κι αχπάστ’ να σύρτς
πατρίδας την ορφάνια

Ραχ̌ι͜ά σαράντα δώδεκα
τ’ έν’ τ’ άλλ’ απάν’ ’πιδέβα
Κι όσα γεφυροκώλια ευρήκ’ς
πορπάτ’ απάν’ και δέβα

Ψηλά αν ελέπ’ς τον αετόν
σα κάρτζ̌ι͜α τ’ να κρατεί με
μη στέκ’ς, Σοφίτσα μ’, κι αραεύ’ς
τον τόπον ντο θα κείμαι

Κι απάν’ ση Τρίχας το γεφύρ’
’κχ̌ύσον τα δάκρυ͜α σ’, κλάψον
και με τον πρωτομάστοραν
καλάτσ̌εψον και τάξον

Πέκιαμ’ και χτίζ’ σε στέρεον
πατρίδαν κεχριπάρι
Και θέκ’ τ’ εμόν τον θάνατον
σο πρώτον το λιθάρι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
απάν’πάνω
αραεύ’ςψάχνεις, αναζητάς, γυρεύεις aramak
ατσ̌άάραγε acep/ʿaceb
γεφύρ’γέφυρα, γεφύρι
δέβα(προστ.) πήγαινε
ελέπ’ςβλέπεις
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έν’είναι
εύρηκον(προστ.) βρες
ευρήκ’ςβρίσκεις
θάνατονθάνατος
θέκ’θέτω/ει, τοποθετώ/εί, βάζω/ει
καλάτσ̌εψον(προστ.) μίλα, συνομίλησε keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
κάρτζ̌ι͜ανύχια kanca<ganzo (βενετ.)<γαμψός ή ganskyos=κλαδί (πρωτοκελτικά)
κείμαικείτομαι, ξαπλώνω
κλάψον(προστ.) κλάψε
κρατείκρατάει, βαστάει, στέκει, αντέχει
κρού’νχτυπούν κρούω
’κχ̌ύσον(προστ.) έκχυσε, χύσε, έκβαλε εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
όσαόσες φορές
πέκιαμ’ίσως να, πιθανόν να, μπας και (με την ελπίδα να συμβεί) belki (αραβ. bel+ περσ. ki)
’πιδέβα(επιδέβα) προσπέρασα, ξεπέρασα ή (απιδέβα) προσπέρασε, (προστ.) ξεπέρασε από + διαβαίνω
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
πορπάτ’(προστ.) περπάτα
προφτάντςπροφταίνεις
ραχ̌ι͜άράχες, βουνά
σουμών’νεσιμώνουν, πλησιάζουν, κοντεύουν
σπαθίασπαθιά
στέκ’ςστέκεσαι
σύρτςσέρνεις, τραβάς, ρίχνεις
τακάτ’δύναμη, αντοχή takat/ṭāḳat
τάξον(προστ.) τάξε
τέρεν(προστ.) κοίταξε
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
απάν’πάνω
αραεύ’ςψάχνεις, αναζητάς, γυρεύεις aramak
ατσ̌άάραγε acep/ʿaceb
γεφύρ’γέφυρα, γεφύρι
δέβα(προστ.) πήγαινε
ελέπ’ςβλέπεις
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έν’είναι
εύρηκον(προστ.) βρες
ευρήκ’ςβρίσκεις
θάνατονθάνατος
θέκ’θέτω/ει, τοποθετώ/εί, βάζω/ει
καλάτσ̌εψον(προστ.) μίλα, συνομίλησε keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
κάρτζ̌ι͜ανύχια kanca<ganzo (βενετ.)<γαμψός ή ganskyos=κλαδί (πρωτοκελτικά)
κείμαικείτομαι, ξαπλώνω
κλάψον(προστ.) κλάψε
κρατείκρατάει, βαστάει, στέκει, αντέχει
κρού’νχτυπούν κρούω
’κχ̌ύσον(προστ.) έκχυσε, χύσε, έκβαλε εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
όσαόσες φορές
πέκιαμ’ίσως να, πιθανόν να, μπας και (με την ελπίδα να συμβεί) belki (αραβ. bel+ περσ. ki)
’πιδέβα(επιδέβα) προσπέρασα, ξεπέρασα ή (απιδέβα) προσπέρασε, (προστ.) ξεπέρασε από + διαβαίνω
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
πορπάτ’(προστ.) περπάτα
προφτάντςπροφταίνεις
ραχ̌ι͜άράχες, βουνά
σουμών’νεσιμώνουν, πλησιάζουν, κοντεύουν
σπαθίασπαθιά
στέκ’ςστέκεσαι
σύρτςσέρνεις, τραβάς, ρίχνεις
τακάτ’δύναμη, αντοχή takat/ṭāḳat
τάξον(προστ.) τάξε
τέρεν(προστ.) κοίταξε
Τα σήμαντρα εσήμαναν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost