.
.
Κορτσόπον αγγελόμορφον

Κορτσόπον αγγελόμορφον

Κορτσόπον αγγελόμορφον
fullscreen
Καλομηνάν εγνώρτσα σε
τραντάφυλλον με μύρον
(κι) εσύ κορτσόπον ένουσ’νε
σην εκκλεσίαν κρίνον

Θεέ μ’, γιατί εχώρτσες α’
κι επέρες ας σο χ̌έρι μ’
Εθέλ’νες έναν άγγελον
αγνόν¹ άμον το ταίρι μ’

Κορτσόπον αγγελόμορφον
άκ’σον τ’ εμόν το κλάμαν
και σο ταξίδι σ’ τ’ υστερνόν
έπαρ’ κι εμέν εντάμαν

Κλαίνε τ’ αηδόνια σην αυλή σ’
κλαίω κι εγώ σα στράτας
Πώς ν’ ανασπάλω, νε γιαβρί μ’,
τα γελαστά τ’ ομμάτι͜α σ’;
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
α’(ατό) αυτό, το
αγνόναλλόκοτο/η, περίεργο/η, σπουδαίο/α, αξιοθαύμαστο/η ἀγνώς (άγνωστος)<ἀ- + γιγνώσκω
άκ’σον(προστ.) άκουσε
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ανασπάλωξεχάσω
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
γιαβρίμωρό, μικρό, παιδί yavru
εγνώρτσαγνώρισα
εθέλ’νεςήθελες
εκκλεσίανεκκλησία
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
ένουσ’νεέγινες, κατήντησες
εντάμανμαζί
έπαρ’(προστ.) πάρε
επέρεςπήρες
εχώρτσεςχώρισες, ξεχώρισες, ξεδιάλεξες
ΚαλομηνάνΜάιο
κορτσόπονκοριτσάκι
μύρονοσμή, μυρωδιά
ομμάτι͜αμάτια
στράτας(ονομ.) δρόμοι, (αιτ.) δρόμους
τραντάφυλλοντριαντάφυλλο
υστερνόνκατοπινό, τελευταίο, στερνό
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
α’(ατό) αυτό, το
αγνόναλλόκοτο/η, περίεργο/η, σπουδαίο/α, αξιοθαύμαστο/η ἀγνώς (άγνωστος)<ἀ- + γιγνώσκω
άκ’σον(προστ.) άκουσε
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ανασπάλωξεχάσω
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
γιαβρίμωρό, μικρό, παιδί yavru
εγνώρτσαγνώρισα
εθέλ’νεςήθελες
εκκλεσίανεκκλησία
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
ένουσ’νεέγινες, κατήντησες
εντάμανμαζί
έπαρ’(προστ.) πάρε
επέρεςπήρες
εχώρτσεςχώρισες, ξεχώρισες, ξεδιάλεξες
ΚαλομηνάνΜάιο
κορτσόπονκοριτσάκι
μύρονοσμή, μυρωδιά
ομμάτι͜αμάτια
στράτας(ονομ.) δρόμοι, (αιτ.) δρόμους
τραντάφυλλοντριαντάφυλλο
υστερνόνκατοπινό, τελευταίο, στερνό
Κορτσόπον αγγελόμορφον
Σημειώσεις
¹ Εδώ με την έννοια της νεοελληνικής ως «αγνό»

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost