.
.
Κιμιγιάν

Αρ’ ατώρα, νέτσ̌η θεία

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Αρ’ ατώρα, νέτσ̌η θεία
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Τερώ τον ουρανό γελώ,
τη μαύρη γην και κλαίω
Τερώ τα δεντροκέφαλα,
παρηγορίαν παίρω

Αρ’ ατώρα, νέτσ̌η θεία,
την κουτσ̌ή σ’ καλά -ν- ωρία
Παλάφσ̌ανα¹ παιδία
φυγαδι͜άζ’ν’ α̤τεν σ’ ορμία

Τυρα̤ννισμένον ψ̌ην έχω,
πονεμένον καρδίαν
Τα μαλλόπα μ’ έσπρυνανε
ας σην τυρα̤ννισίαν

Άμε μάνα, άμε μάνα,
άμε, αγληγόρα κι έλα
Την θάλασσαν στράταν ποίσον,
τ’ αρνόπο μ’ έπαρ’ κι έλα

Καλογερίτ’κα θα φορώ,
την καρδι͜ά σ’ θα μαυρύνω
Σ’ εσέν ντο έχω τη σεβντάν,
πουλόπο μ’, θα τρανύνω

Αρ’ ατώρα, νέτσ̌η θεία,
την κουτσ̌ή σ’ καλά -ν- ωρία
Παλάφσ̌ανα¹ παιδία
φυγαδι͜άζ’ν’ α̤τεν σ’ ορμία

Σ’ εμέν ’κι πρέπ’ να τραγωδώ,
ρακίν, κρασίν να πίνω
Σ’ εμέν πρέπ’ τ’ αναστέναγμαν,
ση γην δάκρυ͜α να ’κχ̌ύνω

Αρ’ ατώρα, νέτσ̌η θεία,
την κουτσ̌ή σ’ καλά -ν- ωρία
Παλάφσ̌ανα¹ παιδία
φυγαδι͜άζ’ν’ α̤τεν σ’ ορμία
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αγληγόρα(προστ.) κάνε γρήγορα, βιάσου
άμε(προστ.) σύρε, πήγαινε
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
α̤τεναυτήν
ατώρατώρα
δεντροκέφαλακορυφές δέντρων
έπαρ’(προστ.) πάρε
έσπρυνανεάσπρισαν
καλογερίτ’κακαλογερικά
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κουτσ̌ήκόρη
’κχ̌ύνωεκχύνω, χύνω, εκβάλλω εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
μαλλόπαμαλλάκια
μαυρύνωμαυρίζω
νέτσ̌ηΕ! κόρη, ε! εσύ
ορμίαρυάκια, ρεματιές
παιδίαπαιδιά
παίρωπαίρνω
παρηγορίανπαρηγοριά
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
πουλόποπουλάκι
πρέπ’ταιριάζει/ω
ρακίναλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση φρούτων ή στεμφύλων φρούτων rakı/ˁaraḳī
σεβντάναγάπη, έρωτα sevda/sevdā
τερώκοιτώ
τραγωδώτραγουδάω
τρανύνωμεγαλώνω, αναθρέφω τρανόω-ῶ
τυρα̤ννισίαντυράννια, ταλαιπωρία
τυρα̤ννισμένοντυραννισμένο/η, ταλαιπωρημένο/η
φυγαδι͜άζ’ν’φυγαδεύουν
ψ̌ηνψυχή
ωρία(προστ.) πρόσεξε, φύλαξε, φυλάξου, επέβλεψε
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αγληγόρα(προστ.) κάνε γρήγορα, βιάσου
άμε(προστ.) σύρε, πήγαινε
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
α̤τεναυτήν
ατώρατώρα
δεντροκέφαλακορυφές δέντρων
έπαρ’(προστ.) πάρε
έσπρυνανεάσπρισαν
καλογερίτ’κακαλογερικά
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κουτσ̌ήκόρη
’κχ̌ύνωεκχύνω, χύνω, εκβάλλω εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
μαλλόπαμαλλάκια
μαυρύνωμαυρίζω
νέτσ̌ηΕ! κόρη, ε! εσύ
ορμίαρυάκια, ρεματιές
παιδίαπαιδιά
παίρωπαίρνω
παρηγορίανπαρηγοριά
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
πουλόποπουλάκι
πρέπ’ταιριάζει/ω
ρακίναλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση φρούτων ή στεμφύλων φρούτων rakı/ˁaraḳī
σεβντάναγάπη, έρωτα sevda/sevdā
τερώκοιτώ
τραγωδώτραγουδάω
τρανύνωμεγαλώνω, αναθρέφω τρανόω-ῶ
τυρα̤ννισίαντυράννια, ταλαιπωρία
τυρα̤ννισμένοντυραννισμένο/η, ταλαιπωρημένο/η
φυγαδι͜άζ’ν’φυγαδεύουν
ψ̌ηνψυχή
ωρία(προστ.) πρόσεξε, φύλαξε, φυλάξου, επέβλεψε
Αρ’ ατώρα, νέτσ̌η θεία
Σημειώσεις
¹ (Παλάφσ̌α ή Μπαλάφτσα ή Μπάλεβετς) Παλιά ονομασία του χωριού Κολχικό Θεσσαλονίκης

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost