.
.
Ποντιακό γλέντι

Σ̌ιταντάνα

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
External photo
Σ̌ιταντάνα
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Η σ̌ιταντάνα ’χόρευεν
τ’ αντζία τ’ς άν’ ’κ’ επαίρ’νεν
Τα περπεντούλια εσείουσαν
κι άμον κερβάνα επέγ’νεν

Σ̌ιταντάνα μ’, σ̌ιταντάνα μ’
Λελεύω σε, κερβάνα μ’!
Σ̌ιταντάνα μ’, σ̌ιταντάνα μ’

Ευτάς άμον ντο ’κ’ είδες με
άμον ντο ’κ’ εγνωρί͜εις με
Πας κουκουλούσαι το λετσ̌έκ’ σ’
αποφκακέσ’ τερείς με

Σ̌ιταντάνα μ’, σ̌ιταντάνα μ’
Λελεύω σε, κερβάνα μ’!
Σ̌ιτα-Σ̌ιτα- Σ̌ιταντάνα μ’

Α’έρ’ ι-μ’ κι αε-Θόδωρε
με τ’ άσπρον τ’ αλογόπον
Έπαρ’ εμέν και κρέμ’σον με
σ’ εγάπ’ς ι-μ’ τ’ εγκαλιόπον
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
Α’έρ’αϊ-Γιώργη
αλογόποναλογάκι
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
άν’άνω, πάνω, άνωθεν
αντζίαπόδια, μηροί
αποφκακέσ’από κάτω πέρα
εγάπ’ςαγάπης
εγκαλιόποναγκαλιά, αγκαλίτσα
εγνωρί͜ειςγνωρίζεις
επαίρ’νενέπαιρνε
έπαρ’(προστ.) πάρε
επέγ’νενπήγαινε, προχωρούσε, έφευγε
εσείουσανσείονταν, κουνιόντουσαν πέρα δώθε δυνατά
ευτάςκάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κερβάναη αγελάδα που προπορεύεται της αγέλης kervan/kārbān=καραβάνι
κουκουλούσαικουκουλώνεσαι, σκεπάζεσαι
κρέμ’σον(προστ.) γκρέμισε, ρίξε στη γη, άφησε, εγκατέλειψε
λελεύωχαίρομαι
λετσ̌έκ’γυναικείο μαντίλι που χρησίμευε ως κάλυμμα κεφαλής δεμένο σε σχήμα τριγώνου leçek<laçak
περπεντούλιαορμαθός αργυρών και χρυσών κοσμημάτων ή μαργαριταριών που κοσμούν την κεφαλή γυναίκας (κατά τη βυζαντινή περίοδο συνήθως τα κοσμήματα αυτά κρέμονταν από το πλάι στέμματος κεφαλής) perpendula/pendulo
σ̌ιταντάνααυτή που τραντάζεται, σείεται ολόκληρη πιθ. εκ του (επιτατ.) συν+τανταλίζω
τερείςκοιτάς
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
Α’έρ’αϊ-Γιώργη
αλογόποναλογάκι
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
άν’άνω, πάνω, άνωθεν
αντζίαπόδια, μηροί
αποφκακέσ’από κάτω πέρα
εγάπ’ςαγάπης
εγκαλιόποναγκαλιά, αγκαλίτσα
εγνωρί͜ειςγνωρίζεις
επαίρ’νενέπαιρνε
έπαρ’(προστ.) πάρε
επέγ’νενπήγαινε, προχωρούσε, έφευγε
εσείουσανσείονταν, κουνιόντουσαν πέρα δώθε δυνατά
ευτάςκάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κερβάναη αγελάδα που προπορεύεται της αγέλης kervan/kārbān=καραβάνι
κουκουλούσαικουκουλώνεσαι, σκεπάζεσαι
κρέμ’σον(προστ.) γκρέμισε, ρίξε στη γη, άφησε, εγκατέλειψε
λελεύωχαίρομαι
λετσ̌έκ’γυναικείο μαντίλι που χρησίμευε ως κάλυμμα κεφαλής δεμένο σε σχήμα τριγώνου leçek<laçak
περπεντούλιαορμαθός αργυρών και χρυσών κοσμημάτων ή μαργαριταριών που κοσμούν την κεφαλή γυναίκας (κατά τη βυζαντινή περίοδο συνήθως τα κοσμήματα αυτά κρέμονταν από το πλάι στέμματος κεφαλής) perpendula/pendulo
σ̌ιταντάνααυτή που τραντάζεται, σείεται ολόκληρη πιθ. εκ του (επιτατ.) συν+τανταλίζω
τερείςκοιτάς
External photo
Σ̌ιταντάνα
Σημειώσεις
Φωτ. Περπενδούλια (perpendula) από ψηφιδωτό και εικόνα βυζαντινής εποχής.

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost