.
.
Στους δρόμους της Τραπεζούντας

Στους δρόμους της Τραπεζούντας

Στους δρόμους της Τραπεζούντας
fullscreen
Κουντουρατσ̌ιλάρ¹, Μαράς̌²
πώς θα τρώει με το μαράζ’!
Κόσμος έρ’ται και δι͜αβαίν’
και τ’ αρνόπο μ’ πουδέν ’κ’ έν’

Έφυες κι εφέκες με
σον κόσμον χ̌ιλι͜ορφανόν
και σα στράτας λάσκουμαι
αρ’ άμον τον παλαλόν

Έκιτι Ουζούν Σοκάκ’³
οι Ρωμαίοι και οι Τουρκάντ’
ας σο τέρτι μ’ ’κ’ εγροικούν
τερούνε με -ν- και γελούν

Έφυες κι εφέκες με
σον κόσμον χ̌ιλι͜ορφανόν
και σα στράτας λάσκουμαι
αρ’ άμον τον παλαλόν

Σο Μεϊτάν⁴ παίζ’ κεμεντζ̌έν
για τ’ εμένα νεφιλέν
Τραγωδούν για τη σεβντάν
και η ψ̌η μ’ μοιρολογά

Έφυες κι εφέκες με
σον κόσμον χ̌ιλι͜ορφανόν
και σα στράτας λάσκουμαι
αρ’ άμον τον παλαλόν

Έφυες κι εφέκες με
σον κόσμον χ̌ιλι͜ορφανόν
και σα στράτας λάσκουμαι
αρ’ άμον τον παλαλόν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
δι͜αβαίν’(για τόπο) περνάει/ώ, διασχίζει/ω, (για χρόνο) περνάει/ώ διαβαίνω
εγροικούνκαταλαβαίνουν
έκιτιέκφραση αναπόλησης που υποδηλώνει νοσταλγία για κάτι παρελθοντικό hey gidi
έν’είναι
έρ’ταιέρχεται
εφέκεςάφησες
έφυεςέφυγες
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κεμεντζ̌ένλύρα kemençe/kemānçe
λάσκουμαιπεριφέρομαι, τριγυρίζω, περιπλανώμαι ἀλάομαι/ηλάσκω
νεφιλένμάταιο/α, ανώφελο/α nafile/nāfile
παίζ’παίζω/παίζει
παλαλόντρελό
πουδένπουθενά
Ρωμαίοιοι ορθόδοξοι χριστιανοί πολίτες επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
σεβντάναγάπη, έρωτα sevda/sevdā
σοκάκ’σοκάκι, στενό δρομάκι ανάμεσα σε κτίσματα sokak/zuḳāḳ
στράτας(ονομ.) δρόμοι, (αιτ.) δρόμους
τερούνεκοιτούν
τέρτικαημός, βάσανο, στενοχώρια dert
τουρκάντ’Τούρκοι
τραγωδούντραγουδάνε
ψ̌ηψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
δι͜αβαίν’(για τόπο) περνάει/ώ, διασχίζει/ω, (για χρόνο) περνάει/ώ διαβαίνω
εγροικούνκαταλαβαίνουν
έκιτιέκφραση αναπόλησης που υποδηλώνει νοσταλγία για κάτι παρελθοντικό hey gidi
έν’είναι
έρ’ταιέρχεται
εφέκεςάφησες
έφυεςέφυγες
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κεμεντζ̌ένλύρα kemençe/kemānçe
λάσκουμαιπεριφέρομαι, τριγυρίζω, περιπλανώμαι ἀλάομαι/ηλάσκω
νεφιλένμάταιο/α, ανώφελο/α nafile/nāfile
παίζ’παίζω/παίζει
παλαλόντρελό
πουδένπουθενά
Ρωμαίοιοι ορθόδοξοι χριστιανοί πολίτες επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
σεβντάναγάπη, έρωτα sevda/sevdā
σοκάκ’σοκάκι, στενό δρομάκι ανάμεσα σε κτίσματα sokak/zuḳāḳ
στράτας(ονομ.) δρόμοι, (αιτ.) δρόμους
τερούνεκοιτούν
τέρτικαημός, βάσανο, στενοχώρια dert
τουρκάντ’Τούρκοι
τραγωδούντραγουδάνε
ψ̌ηψυχή
Στους δρόμους της Τραπεζούντας
Σημειώσεις
¹ (τουρκ.) Kunduracilar, δρόμος της Τραπεζούντας που οδηγεί στην πλατεία Μεϊντάν
² (τουρκ.) Kahramanmaraş, δρόμος της Τραπεζούντας που οδηγεί στην πλατεία Μεϊντάν
³ (τουρκ.) Uzun Sokak,  δρόμος της Τραπεζούντας που οδηγεί στην πλατεία Μεϊντάν
⁴ (τουρκ.) Meydan, πλατεία στην Τραπεζούντα

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost