.
.
Ανατολή χαράζει

Δι͜αρμενεία

Δι͜αρμενεία
fullscreen
Μάνα, δι͜αρμενείαν δος
σ’ εμέν τον γιο σ’
στράταν που να λαντακίζ’
τσ’ εγάπ’ς το φως

Δείξον με στράταν, τσ̌ιμέν’,
γεσ̌ίλ’ χορτάρ’
την εγάπην μαναχόν
να έχω κιάρ’

«Δος εγάπ’ όσον ντο θέλτς
κι επορείς
και κακόν για τα καν’νάν
να μη νουνί͜εις

Αρ’ αέτσ’ θα πορπατείς
στράταν τογρίν
ους να σ’κούσαι φεύ’ς
ας σ’ αούτο την γην

Ποίσον το καλόν εσύ
άμον ντ’ εξέρτς
χ̌ίλια άμον ατο
ας σον Θεόν θα παίρτς

Μη κουρφί͜εις καμίαν εσύ
την κιαντή σ’
τέρεν ντο θα ευτάς
να μη εξέρ’ κανείς»
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αέτσ’έτσι
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αούτοαυτό/ή
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ας σοναπ’ τον ασό σον (από τον)
γεσ̌ίλ’πράσινο yeşil
δείξον(προστ.) δείξε
δι͜αρμενείανσυμβουλή, νουθεσία μσν. ὁρμηνεύω < αρχ. ἑρμηνεύω
δοςδώσε
εγάπ’αγάπη
εγάπηναγάπη
εγάπ’ςαγάπης
εξέρ’ξέρω/ει, γνωρίζω/ει
εξέρτςξέρεις, γνωρίζεις
επορείςμπορείς
ευτάςκάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
θέλτςθέλεις
καμίανποτέ
καν’νάνκανέναν
κιαντήεαυτός kendi
κιάρ’κέρδος kâr
κουρφί͜ειςπαινεύεις
λαντακίζ’φεγγοβολάει, καίγεται με ορμή
μαναχόν(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
νουνί͜ειςσκέφτεσαι
ουςως, μέχρι
παίρτςπαίρνεις
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
πορπατείςπερπατάς
σ’κούσαισηκώνεσαι
τέρεν(προστ.) κοίταξε
τογρίναληθινό, ίσιο, ευθύ, σωστό doğru
τσ’(ως τση, άρθρο γεν. ενικού) του/της, (ως τσοι, άρθρο αιτ. πληθ.) τις, (ως ερωτημ. τσί;) ποιός;
τσ̌ιμέν’γρασίδι, χλοερή έκταση çimen
φεύ’ςφεύγεις
χορτάρ’χορτάρι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αέτσ’έτσι
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αούτοαυτό/ή
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ας σοναπ’ τον ασό σον (από τον)
γεσ̌ίλ’πράσινο yeşil
δείξον(προστ.) δείξε
δι͜αρμενείανσυμβουλή, νουθεσία μσν. ὁρμηνεύω < αρχ. ἑρμηνεύω
δοςδώσε
εγάπ’αγάπη
εγάπηναγάπη
εγάπ’ςαγάπης
εξέρ’ξέρω/ει, γνωρίζω/ει
εξέρτςξέρεις, γνωρίζεις
επορείςμπορείς
ευτάςκάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
θέλτςθέλεις
καμίανποτέ
καν’νάνκανέναν
κιαντήεαυτός kendi
κιάρ’κέρδος kâr
κουρφί͜ειςπαινεύεις
λαντακίζ’φεγγοβολάει, καίγεται με ορμή
μαναχόν(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
νουνί͜ειςσκέφτεσαι
ουςως, μέχρι
παίρτςπαίρνεις
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
πορπατείςπερπατάς
σ’κούσαισηκώνεσαι
τέρεν(προστ.) κοίταξε
τογρίναληθινό, ίσιο, ευθύ, σωστό doğru
τσ’(ως τση, άρθρο γεν. ενικού) του/της, (ως τσοι, άρθρο αιτ. πληθ.) τις, (ως ερωτημ. τσί;) ποιός;
τσ̌ιμέν’γρασίδι, χλοερή έκταση çimen
φεύ’ςφεύγεις
χορτάρ’χορτάρι
Δι͜αρμενεία

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost