.
.
Ανατολή χαράζει

Άμον ήλιος εφώταξεν

Άμον ήλιος εφώταξεν
fullscreen
Άμον ήλιος εφώταξεν
κι εχάραξεν η μέρα
Έμορφος και παντέμορφος
τ’ εμόν η περιστέρα

Εσύ είσαι τ’ εμόν η ψ̌η
και τ’ εμόν το καρδόπον
Για τ’ εσέναν, κορτσόπο μου,
χαλάεται ο τόπον

Αρ’ έλα, ποδεδίζω σε,
και έμπα σ’ εγκαλιόπο μ’
Απέσ’ σα δύο χ̌ερόπα μ’
μικρόν τσ̌οβαχουρόπο μ’

Εκαρδοκάγα, αρνόπο μ’,
δος μα νερόν να πίνω
Να κατενίζ’ το καρδόπο μ’
και τ’ άψιμον να σβήνω
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απέσ’μέσα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
άψιμονφωτιά
δοςδώσε
δος μαδώσε μου
εγκαλιόποαγκαλίτσα
εκαρδοκάγακάηκε η καρδιά μου, δίψασα υπερβολικά
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έμορφοςόμορφος/η
έμπα(προστ.) μπες
εφώταξενφώτισε
καρδόποκαρδούλα
καρδόπονκαρδούλα
κατενίζ’καθαρίζω/ει, ξεπλένω/ει, ξεθολώνω/ει κατανίζω
κορτσόποκοριτσάκι
παντέμορφοςπανέμορφη
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
τσ̌οβαχουρόποπολύτιμο πετραδάκι, διαμαντάκι cevahir/cevāhir
χ̌ερόπαχεράκια
χαλάεταιχαλάει, καταστρέφεται
ψ̌ηψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απέσ’μέσα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
άψιμονφωτιά
δοςδώσε
δος μαδώσε μου
εγκαλιόποαγκαλίτσα
εκαρδοκάγακάηκε η καρδιά μου, δίψασα υπερβολικά
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έμορφοςόμορφος/η
έμπα(προστ.) μπες
εφώταξενφώτισε
καρδόποκαρδούλα
καρδόπονκαρδούλα
κατενίζ’καθαρίζω/ει, ξεπλένω/ει, ξεθολώνω/ει κατανίζω
κορτσόποκοριτσάκι
παντέμορφοςπανέμορφη
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
τσ̌οβαχουρόποπολύτιμο πετραδάκι, διαμαντάκι cevahir/cevāhir
χ̌ερόπαχεράκια
χαλάεταιχαλάει, καταστρέφεται
ψ̌ηψυχή
Άμον ήλιος εφώταξεν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost