.
.
Ανατολή χαράζει

Ντό έπαθες Καράκαπαν;

Συνθέτες: Παραδοσιακό
Ντό έπαθες Καράκαπαν;
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
-Ντό έπαθες, Καράκαπαν
κι εμαύρυναν τα λίβι͜α σ’
και το δάκρυ σ’ άμον ποράν’
γομών’ τα κοτσορρύμι͜α σ’;

Γιάμ’ έρθεν όρος κι έκλεψεν
το σύντροφον τ’ εσόν -ι;
Γιάμ’ θέλτς κι άλλον να ψηλώντς
να φτάντς τον ουρανόν -ι;

-Νέ έκλεψαν και νέ θέλω
να ’ίνουμαι ψηλός -ι
Θέλω να ζω με τον κόσμον
να μ’ είμαι μαναχός -ι

Επέμ’να ασ̌ονλίκωτον¹
ας σα παρχαρομάνας
Ους την τεπέν ορφάνεψα
’ς σα λεφτοκαρομάνας

Πού είν’ τα ζα, τα πρόατα
να βόσκουν τα χορτάρι͜α μ’
και τα παρχαροτσ̌ίρακια
να τρών’ τα λεφτοκάρυ͜α μ’;

Πού έν’ και ο κεμεντζ̌ετζ̌ής
να παίζ’ τα κεμεντζ̌έδες
ν’ αντιβοούν κι αντιλαλούν
τ’ ορμάνι͜α ας σα καϊτέδες;
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
ασ̌ονλίκωτονορθ. τύπος ασ̌ονλίκευτον ή ασ̌ολιάτευτον = χωρίς χαρά, έρημο α- στερητικό + şenlik
βόσκουνβοσκάνε
γιάμ’μήπως, ή μη ya/yā + μη
γομών’γεμίζω/ει
είν’(για πληθ.) είναι
εμαύρυνανμαύρισαν
έν’είναι
επέμ’νααπόμεινα
έρθενήρθε
εσόνδικός/ή/ό σου
ζαζώα
θέλτςθέλεις
’ίνουμαιγίνομαι
καϊτέδεςμελωδίες, μουσικές συνθέσεις, μουσικοί σκοποί kayde
Καράκαπανονομασία βουνού στην σημ. Τουρκία, στα ανατολικά όρια της Άνω Ματσούκας και με υψόμετρο 2,4 χλμ Karakaban< kara (=μαύρο) + kaban (կաբան=κορυφή, απότομος λόφος)
κεμεντζ̌έδεςλύρες kemençe/kemānçe
κεμεντζ̌ετζ̌ήςλυράρης kemençeci
κοτσορρύμι͜αρυάκια με λίγο νερό, ξερά ποταμάκια
λεφτοκάρυ͜αλεπτοκάρυα, φουντουκιές, φουντούκια λεπτο- + κάρυον
λίβι͜ασύννεφα λίβος<λείβω
μαναχόςμοναχός, μόνος
νέούτε ne
ορμάνι͜αδάση orman
ουςως, μέχρι
παίζ’παίζω/παίζει
παρχαρομάναςγυναίκες που ήταν επιφορτισμένες με τις δουλειές του παρχαριού, ορεινού τόπου θερινής βοσκής
παρχαροτσ̌ίρακιαπαιδιά που βοηθούσαν στις δουλειές του παρχαριού çırak/çerāġ
ποράν’μπόρα, καταιγίδα boran<βενετ. bora<λατ. Boreas <Βορέας (αντιδάνειο)
πρόαταπρόβατα
’ς(ας) από
τεπένκορυφή tepe
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
ασ̌ονλίκωτονορθ. τύπος ασ̌ονλίκευτον ή ασ̌ολιάτευτον = χωρίς χαρά, έρημο α- στερητικό + şenlik
βόσκουνβοσκάνε
γιάμ’μήπως, ή μη ya/yā + μη
γομών’γεμίζω/ει
είν’(για πληθ.) είναι
εμαύρυνανμαύρισαν
έν’είναι
επέμ’νααπόμεινα
έρθενήρθε
εσόνδικός/ή/ό σου
ζαζώα
θέλτςθέλεις
’ίνουμαιγίνομαι
καϊτέδεςμελωδίες, μουσικές συνθέσεις, μουσικοί σκοποί kayde
Καράκαπανονομασία βουνού στην σημ. Τουρκία, στα ανατολικά όρια της Άνω Ματσούκας και με υψόμετρο 2,4 χλμ Karakaban< kara (=μαύρο) + kaban (կաբան=κορυφή, απότομος λόφος)
κεμεντζ̌έδεςλύρες kemençe/kemānçe
κεμεντζ̌ετζ̌ήςλυράρης kemençeci
κοτσορρύμι͜αρυάκια με λίγο νερό, ξερά ποταμάκια
λεφτοκάρυ͜αλεπτοκάρυα, φουντουκιές, φουντούκια λεπτο- + κάρυον
λίβι͜ασύννεφα λίβος<λείβω
μαναχόςμοναχός, μόνος
νέούτε ne
ορμάνι͜αδάση orman
ουςως, μέχρι
παίζ’παίζω/παίζει
παρχαρομάναςγυναίκες που ήταν επιφορτισμένες με τις δουλειές του παρχαριού, ορεινού τόπου θερινής βοσκής
παρχαροτσ̌ίρακιαπαιδιά που βοηθούσαν στις δουλειές του παρχαριού çırak/çerāġ
ποράν’μπόρα, καταιγίδα boran<βενετ. bora<λατ. Boreas <Βορέας (αντιδάνειο)
πρόαταπρόβατα
’ς(ας) από
τεπένκορυφή tepe
Ντό έπαθες Καράκαπαν;
Σημειώσεις
¹ Ορθότερη χρήση το «ασ̌ονλίκευτον» ή «ασ̌ο(ν)λιάτευτον» εκ των σ̌ονλικεύω/σ̌ο(ν)λιατεύω, αντίστοιχα

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost