.
.
Τ’ εμέτερα

Ο Γιωρίκας

Ο Γιωρίκας
fullscreen
Ο φουκαράς ο Γιωρίκας
νύχταν-ημέραν νουνίζ’
Θέλ’ ατός με κάποιον τρόπον
τ’ οσπιτόπον ατ’ να χτίζ’

Για να χτίζ’ ατός τ’ οσπίτ’ν ατ’
’κι κανείνταν τα λεφτά τ’
- Μη νουνί͜εις ατο Γιωρίκα,
Λέει ατον, η πεθερά τ’

Σον Ασπρόπυργο όπως λένε
είν’ οικόπεδα καλά
Τρέξον έπαρ’ κι εσύ έναν
ους να είναι αφτενά

Ο άχαρον ους να εχτίεν
αδυνάτισεν, ελύεν
Τ’ οσπίτ’ έχτισεν καλόν
και ούτε φως, ούτε νερόν

Η γαρή φαΐν να ευτάει
σην γειτονίαν θα πάει
Ατέ με τη μαχανάν
κρούει ατο ση μαχαλάν

Το ψυγείον έχ̌ ση Ρούλας,
την κουζίνα ση Τασούλας
Το καμίσ’, το πανταλόν’
ση Μαρίας σιδερών’

Έχ̌’ πλυντήριον ση Νόπης,
τηλεόρασην πα έχ̌’
Για ν’ ακούει ατέ τα νέα
σ’κούται ση Θοδώρας τρέχ̌’

Πεθερά εμπροστά σ’ ομμάτι͜α τ’
ούι! να ’ίνεται κομμάτι͜α
Μέραν-νύχταν μουρδουλίζ’
τον Γιωρίκαν τυρα̤ννίζ’
-Νέπε, εμάς ’κι λυπάσαι;
Όσον πόσον θα κοιμάσαι;
Ολίγον νούντσον την χώραν
την σ̌ουλντούραν την Θοδώραν
Άντρας ατ’ς καματερός
Έχ̌’ σ’ οσπίτ’ νερόν και φως

Εσύ μόνον ο τεμπέλτς
καμίαν τιδέν ’κι θέλτς
Σ’ οσπίτι σ’, σκοτίαν πίσσα
να σκοτούσαι ίσα-ίσα
’Κ’ ευρέθεν χριστιανός
να δί’ σε νερόν και φως!
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
ατέαυτή
ατόςαυτός
ατ’ςαυτής, της
γαρήσύζυγος, γυναίκα karı
δί’δίνει
είν’(για πληθ.) είναι
ελύενλύθηκε, έλιωσε
εμπροστάμπροστά, πρωτύτερα
έπαρ’(προστ.) πάρε
ευρέθενβρέθηκε
ευτάεικάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
έχ̌’έχει
εχτίενχτίστηκε
θέλτςθέλεις
’ίνεταιγίνεται
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καμίανποτέ
καμίσ’πουκάμισο καμίσιον<camisia=λινό ρούχο
κανείντανείναι αρκετά, επαρκούν για κτ ἱκανόω
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κρούειχτυπάει κρούω
μαχαλάνγειτονιά mahalle/maḥalle
μαχανάνδικαιολογία, άλλοθι bahane/bahāne<vahānag (μεσ.περσ.)
μουρδουλίζ’γρυλλίζει υπόκωφα, παράγει υπόκωφο ήχο
νέπεβρε!
νουνί͜ειςσκέφτεσαι
νουνίζ’σκέφτεται
νούντσον(προστ.) σκέψου
ολίγονλίγο
ομμάτι͜αμάτια
όσον πόσονπόσο πια; μέχρι πότε;
οσπίτ’σπίτι hospitium<hospes
οσπίτισπίτι hospitium<hospes
οσπίτ’νσπίτι hospitium<hospes
οσπιτόπονσπιτάκι hospitium<hospes
ουςως, μέχρι
παπάλι, επίσης, ακόμα
σιδερών’σιδερώνω/ει
σκοτίανσκοτάδι
σκοτούσαισκοτώνεσαι
σ’κούταισηκώνεται
τεμπέλτςτεμπέλης tembel/tenbel
τιδέντίποτα
τρέξον(προστ.) τρέξε
τρέχ̌’τρέχει
τυρα̤ννίζ’τυραννάω/ει, ταλαιπωρώ/εί
χώρανξένους, μη οικείους, ξενιτειά
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
ατέαυτή
ατόςαυτός
ατ’ςαυτής, της
γαρήσύζυγος, γυναίκα karı
δί’δίνει
είν’(για πληθ.) είναι
ελύενλύθηκε, έλιωσε
εμπροστάμπροστά, πρωτύτερα
έπαρ’(προστ.) πάρε
ευρέθενβρέθηκε
ευτάεικάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
έχ̌’έχει
εχτίενχτίστηκε
θέλτςθέλεις
’ίνεταιγίνεται
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καμίανποτέ
καμίσ’πουκάμισο καμίσιον<camisia=λινό ρούχο
κανείντανείναι αρκετά, επαρκούν για κτ ἱκανόω
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κρούειχτυπάει κρούω
μαχαλάνγειτονιά mahalle/maḥalle
μαχανάνδικαιολογία, άλλοθι bahane/bahāne<vahānag (μεσ.περσ.)
μουρδουλίζ’γρυλλίζει υπόκωφα, παράγει υπόκωφο ήχο
νέπεβρε!
νουνί͜ειςσκέφτεσαι
νουνίζ’σκέφτεται
νούντσον(προστ.) σκέψου
ολίγονλίγο
ομμάτι͜αμάτια
όσον πόσονπόσο πια; μέχρι πότε;
οσπίτ’σπίτι hospitium<hospes
οσπίτισπίτι hospitium<hospes
οσπίτ’νσπίτι hospitium<hospes
οσπιτόπονσπιτάκι hospitium<hospes
ουςως, μέχρι
παπάλι, επίσης, ακόμα
σιδερών’σιδερώνω/ει
σκοτίανσκοτάδι
σκοτούσαισκοτώνεσαι
σ’κούταισηκώνεται
τεμπέλτςτεμπέλης tembel/tenbel
τιδέντίποτα
τρέξον(προστ.) τρέξε
τρέχ̌’τρέχει
τυρα̤ννίζ’τυραννάω/ει, ταλαιπωρώ/εί
χώρανξένους, μη οικείους, ξενιτειά
Ο Γιωρίκας

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost