.
.
Τ’ εμέτερα

Η χ̌ερίτσα

Η χ̌ερίτσα
fullscreen
Έναν χ̌έρα ας σο χωρίον
έφαεν όλον το βίο μ’
Εποίκε με πες̌ παράν¹,
νοικοκύρ’ χωρίς παράν

Η χ̌ερίτσα φαεμέντσα,
ποτισμέντσα, στολισμέντσα
Η χ̌ερίτσα στολισμέντσα
κι η γαρή μ’ πουγαλεμέντσα

Η γαρή μ’ και τα παιδία μ’
κουβαλούν την αμαρτία μ’
Το σεΐρ’ τ’ εμόν τερούν,
έξ’ να βγαίν’νε ’κι ’πορούν

Η χ̌ερίτσα φαεμέντσα,
ποτισμέντσα, στολισμέντσα
Η χ̌ερίτσα στολισμέντσα
κι η γαρή μ’ πουγαλεμέντσα

Από ’μέν άλλο ’δέν ’κ’ έχ̌’,
για τ’ ατέν άλλον θα βρέχ̌’
Έναν άλλον αναμέν’
εύκαιρον/ ταγκαλάκ’ άμον εμέν

Η χ̌ερίτσα φαεμέντσα,
ποτισμέντσα, στολισμέντσα
Η χ̌ερίτσα στολισμέντσα
κι η γαρή μ’ πουγαλεμέντσα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αναμέν’περιμένει
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
ατέναυτήν
βίοτο βιος, το σύνολο των ζωντανών που έχει στην ιδιοκτησία του κάποιος, η περιουσία κάποιου
βρέχ̌’βρέχει
γαρήσύζυγος, γυναίκα karı
’δέντίποτα
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έξ’έξω ή ο αριθμός έξι
εποίκεέκανε, έφτιαξε ποιέω-ῶ
εύκαιρον(ουδ.) άδειο, αδειανό, (αρσ.) ανόητο, κουφιοκέφαλο
έφαενέφαγε
έχ̌’έχει
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κιδεν οὐκί<οὐχί
παιδίαπαιδιά
παράνλεφτά, το χρήμα para/pāre
πες̌πέντε beş
πες̌ παράν(κυρ. πέντε φράγκα) κτ ευτελούς αξίας beş para
’πορούν(επορούν) μπορούν
ποτισμέντσαποτισμένη
πουγαλεμέντσασκασμένη, βαριεστημένη, στενοχωρημένη bunalma
σεΐρ’θέαμα πρόσφορο για διασκέδαση (μτφ. τερώ σεΐρ: κοιτώ κτ διασκεδάζοντας, παραμένοντας αμέτοχος) seyir/seyr
στολισμέντσαστολισμένη
ταγκαλάκ’ανόητο, μωρό dangalak
τερούνκοιτούν
φαεμέντσαφαγωμένη
χ̌έραχήρα
χ̌ερίτσαχηρούλα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αναμέν’περιμένει
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
ατέναυτήν
βίοτο βιος, το σύνολο των ζωντανών που έχει στην ιδιοκτησία του κάποιος, η περιουσία κάποιου
βρέχ̌’βρέχει
γαρήσύζυγος, γυναίκα karı
’δέντίποτα
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έξ’έξω ή ο αριθμός έξι
εποίκεέκανε, έφτιαξε ποιέω-ῶ
εύκαιρον(ουδ.) άδειο, αδειανό, (αρσ.) ανόητο, κουφιοκέφαλο
έφαενέφαγε
έχ̌’έχει
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κιδεν οὐκί<οὐχί
παιδίαπαιδιά
παράνλεφτά, το χρήμα para/pāre
πες̌πέντε beş
πες̌ παράν(κυρ. πέντε φράγκα) κτ ευτελούς αξίας beş para
’πορούν(επορούν) μπορούν
ποτισμέντσαποτισμένη
πουγαλεμέντσασκασμένη, βαριεστημένη, στενοχωρημένη bunalma
σεΐρ’θέαμα πρόσφορο για διασκέδαση (μτφ. τερώ σεΐρ: κοιτώ κτ διασκεδάζοντας, παραμένοντας αμέτοχος) seyir/seyr
στολισμέντσαστολισμένη
ταγκαλάκ’ανόητο, μωρό dangalak
τερούνκοιτούν
φαεμέντσαφαγωμένη
χ̌έραχήρα
χ̌ερίτσαχηρούλα
Η χ̌ερίτσα
Σημειώσεις
¹ εποίκε με πες̌ παράν (εκφ): με εξευτέλισε

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost