.
.
Τ’ εμέτερα

Χ̌ίλ’ νομάτ’ τερούνε με

Χ̌ίλ’ νομάτ’ τερούνε με
fullscreen
Χ̌ίλ’ νομάτ’ τερούνε με,
πολεμούν να κρού’νε με
Ὰμαν ένας ’κι σουμών’,
σο χ̌έρι μ’ κρατώ ρεβόλ’

Έρχουν τριγυλίζ’νε με,
τεάμ’ φοβερίζ’νε με
Ένας αποπίσ’ μερέαν
κοπανίζ’ με τη μουστέαν

Ούι, ν’ αηλί εμέν, ν’ αηλί,
το κιφάλι μ’ πώς πονεί
Άμον πετεινός εκούξα
τσ̌ουβάλ’ εύκαιρον ερρούξα

Σύρ’νε, παίρ’νε το ρεβόλ’,
χ̌ίλ’ νομάτ’ έτον δι͜αβόλ’
Κλώθ’ν’ ατο σ’ εμέν μερέαν,
θα τρώγω την παρουτέαν

Η γαρή μ’ εμέν κουίζ’
«Νέπε, γιάτι μουρδουλί͜εις;
Κλὼσ’ ας σ’ άλλον τη μερέαν,
όρωμαν έτον, μαλέα»
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αποπίσ’από πίσω
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
γαρήσύζυγος, γυναίκα karı
δι͜αβόλ’(ον.πληθ.) διάβολοι, (γεν. ενικ.) διαβόλου
εκούξαφώναξα, λάλησα, κάλεσα κπ ονομαστικά
ερρούξαέπεσα
έρχουνέρχονται
έτονήταν
εύκαιρον(ουδ.) άδειο, αδειανό, (αρσ.) ανόητο, κουφιοκέφαλο
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιφάλικεφάλι
κλώθ’ν’γυρίζουν, στρέφουν
κλὼσ’(προστ.) γύρισε, γύρνα
κοπανίζ’κοπανάω/ει
κουίζ’φωνάζω/ει, λαλώ/εί, καλώ/εί κπ ονομαστικά
κρού’νεχτυπούν κρούω
μαλέααρρωστιάρη, ψωριάρη male=κακό, πόνος, αρρώστια αλλά και η ψώρα από σύντμ. της έκφ. male (di) Francia
μερέανμεριά
μουρδουλί͜ειςγρυλλίζεις υπόκωφα
μουστέανγροθιά muşta/muşte
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
νέπεβρε!
νομάτ’άνθρωποι, άτομα ὀνόματοι
όρωμανόνειρο
παίρ’νεπαίρνουν
παρουτέανμπαρουτιά barut/bārūd
ρεβόλ’περίστροφο revolver
σουμών’σιμώνει, πλησιάζει
σύρ’νεσέρνουν, τραβούν, ρίχνουν
τεάμ’δήθεν, τάχα μη deyü (οθωμ. περιόδου)
τερούνεκοιτούν
τριγυλίζ’νετριγυρίζουν, περιτριγυρίζουν
τσ̌ουβάλ’τσουβάλι, μεγάλος σάκος çuval/cuvāl
φοβερίζ’νεφοβερίζουν
χ̌ίλ’χίλιοι/ες/ια
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αποπίσ’από πίσω
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
γαρήσύζυγος, γυναίκα karı
δι͜αβόλ’(ον.πληθ.) διάβολοι, (γεν. ενικ.) διαβόλου
εκούξαφώναξα, λάλησα, κάλεσα κπ ονομαστικά
ερρούξαέπεσα
έρχουνέρχονται
έτονήταν
εύκαιρον(ουδ.) άδειο, αδειανό, (αρσ.) ανόητο, κουφιοκέφαλο
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιφάλικεφάλι
κλώθ’ν’γυρίζουν, στρέφουν
κλὼσ’(προστ.) γύρισε, γύρνα
κοπανίζ’κοπανάω/ει
κουίζ’φωνάζω/ει, λαλώ/εί, καλώ/εί κπ ονομαστικά
κρού’νεχτυπούν κρούω
μαλέααρρωστιάρη, ψωριάρη male=κακό, πόνος, αρρώστια αλλά και η ψώρα από σύντμ. της έκφ. male (di) Francia
μερέανμεριά
μουρδουλί͜ειςγρυλλίζεις υπόκωφα
μουστέανγροθιά muşta/muşte
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
νέπεβρε!
νομάτ’άνθρωποι, άτομα ὀνόματοι
όρωμανόνειρο
παίρ’νεπαίρνουν
παρουτέανμπαρουτιά barut/bārūd
ρεβόλ’περίστροφο revolver
σουμών’σιμώνει, πλησιάζει
σύρ’νεσέρνουν, τραβούν, ρίχνουν
τεάμ’δήθεν, τάχα μη deyü (οθωμ. περιόδου)
τερούνεκοιτούν
τριγυλίζ’νετριγυρίζουν, περιτριγυρίζουν
τσ̌ουβάλ’τσουβάλι, μεγάλος σάκος çuval/cuvāl
φοβερίζ’νεφοβερίζουν
χ̌ίλ’χίλιοι/ες/ια
Χ̌ίλ’ νομάτ’ τερούνε με

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost