.
.
Τα τίκια τα ανήκουστα, τα διπάτ και τα σαρικούζι͜α

Αροθυμίαν και δάκρυ͜α

Αροθυμίαν και δάκρυ͜α
fullscreen
Αροθυμίαν και δάκρυ͜α
έκχ̌’σα, πουλί μ’, για τ’ εσέν [αμάν!]
Έφυες κι εμέν εφέκες,
μανίτσα μ’, ν’ αηλί εμέν!

’Κ’ επορώ να ανασπάλω
τα μαύρα τ’ ομματόπα σ’ [αμάν!]
Τα κόκκινα τα χ̌ειλόπα σ’,
τα γαϊτάνι͜α φρυδόπα σ’

Ξενιτεία, αναθεμά σε,
φαρμάκια επότ’σες με! [αμάν!]
Εμάρανες το καρδόπο μ’,
ας σ’ αρνί μ’ εχώρτσες με
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
ανασπάλωξεχάσω
αροθυμίαννοσταλγία
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
γαϊτάνι͜αέντεχνα πλεγμένα κορδόνια με τρεις μεταξωτές κλωστές (κοτσίδα) ή τέσσερεις (τεχρίλι), ή και μάλλινο ή βαμβακερό, που στόλιζε τα ρούχα στο κάτω μέρος των μανικιών και στον ποδόγυρο μτφ. όμορφα και λεπτά/καλαίσθητα kaytan
έκχ̌’σαεξέχυσα, έχυσα, εξέβαλα εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
εμάρανεςμάρανες
επορώμπορώ
επότ’σεςπότισες
εφέκεςάφησες
έφυεςέφυγες
εχώρτσεςχώρισες, ξεχώρισες, ξεδιάλεξες
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καρδόποκαρδούλα
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
ομματόπαματάκια
φρυδόπαφρυδάκια
χ̌ειλόπαχειλάκια
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
ανασπάλωξεχάσω
αροθυμίαννοσταλγία
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
γαϊτάνι͜αέντεχνα πλεγμένα κορδόνια με τρεις μεταξωτές κλωστές (κοτσίδα) ή τέσσερεις (τεχρίλι), ή και μάλλινο ή βαμβακερό, που στόλιζε τα ρούχα στο κάτω μέρος των μανικιών και στον ποδόγυρο μτφ. όμορφα και λεπτά/καλαίσθητα kaytan
έκχ̌’σαεξέχυσα, έχυσα, εξέβαλα εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
εμάρανεςμάρανες
επορώμπορώ
επότ’σεςπότισες
εφέκεςάφησες
έφυεςέφυγες
εχώρτσεςχώρισες, ξεχώρισες, ξεδιάλεξες
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καρδόποκαρδούλα
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
ομματόπαματάκια
φρυδόπαφρυδάκια
χ̌ειλόπαχειλάκια
Αροθυμίαν και δάκρυ͜α

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost