.
.
Όλον τον κόσμον εγύρτσα

Εφτά ραχ̌ία επέρασα

Εφτά ραχ̌ία επέρασα
fullscreen
Εφτά ραχ̌ία επέρασα,
δέκα πεγαδομμάτι͜α
Καν’νάν πουθέν ’κ’ επέντεσα 
να έχ̌’ τ’ εσά τ’ ομμάτι͜α

Αρ’ όθεν κέσ’ εσύ δι͜αβαίντς
τα τσ̌ιτσ̌εκόπα ανθίζ’νε
Σκουντουλίζ’νε σο ψ̌όπο μ’,
το καρδόπο μ’ κλαινίζ’νε

Να μουχανίζ’ το ψ̌όπον ατ’
ντ’ εχώρτσε με ας σ’ αρνόπο μ’
Εποίκε με και λάσκουμαι
σον κόσμον γεσιρόπον
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
ανθίζ’νεανθίζουν
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
γεσιρόπονκυριολ. αιχμάλωτος μτφ. ταλαίπωρος, αυτός που έχει υποστεί κακουχίες esir
δι͜αβαίντς(για τόπο) περνάς, διασχίζεις, (για χρόνο) περνάς διαβαίνω
επέντεσααπάντησα, συνάντησα τυχαία
εποίκεέκανε, έφτιαξε ποιέω-ῶ
εσάδικά σου/σας
έχ̌’έχει
εχώρτσεχώρισε, ξεχώρισε, ξεδιάλεξε
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καν’νάνκανέναν
καρδόποκαρδούλα
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
κλαινίζ’νεστενοχωρούν, κάνουν κάποιον να κλάψει
λάσκουμαιπεριφέρομαι, τριγυρίζω, περιπλανώμαι ἀλάομαι/ηλάσκω
μουχανίζ’καπνίζει
όθενόπου, οπουδήποτε, σε όποιον
ομμάτι͜αμάτια
πεγαδομμάτι͜απηγές νερού
πουθένπουθενά
ραχ̌ίαράχες, βουνά
σκουντουλίζ’νεευωδιάζουν, μοσχοβολούν
τσ̌ιτσ̌εκόπαλουλουδάκια çiçek
ψ̌όποψυχούλα
ψ̌όπονψυχούλα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
ανθίζ’νεανθίζουν
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
γεσιρόπονκυριολ. αιχμάλωτος μτφ. ταλαίπωρος, αυτός που έχει υποστεί κακουχίες esir
δι͜αβαίντς(για τόπο) περνάς, διασχίζεις, (για χρόνο) περνάς διαβαίνω
επέντεσααπάντησα, συνάντησα τυχαία
εποίκεέκανε, έφτιαξε ποιέω-ῶ
εσάδικά σου/σας
έχ̌’έχει
εχώρτσεχώρισε, ξεχώρισε, ξεδιάλεξε
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καν’νάνκανέναν
καρδόποκαρδούλα
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
κλαινίζ’νεστενοχωρούν, κάνουν κάποιον να κλάψει
λάσκουμαιπεριφέρομαι, τριγυρίζω, περιπλανώμαι ἀλάομαι/ηλάσκω
μουχανίζ’καπνίζει
όθενόπου, οπουδήποτε, σε όποιον
ομμάτι͜αμάτια
πεγαδομμάτι͜απηγές νερού
πουθένπουθενά
ραχ̌ίαράχες, βουνά
σκουντουλίζ’νεευωδιάζουν, μοσχοβολούν
τσ̌ιτσ̌εκόπαλουλουδάκια çiçek
ψ̌όποψυχούλα
ψ̌όπονψυχούλα
Εφτά ραχ̌ία επέρασα

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost