.
.
Ση παλαιών τη στράταν

Τα χρόνια έρθαν κι εδέβανε

Τα χρόνια έρθαν κι εδέβανε
fullscreen
Τον ίγκλικαν¹ πα -ν- έπαιζαν
απέσ’ σ’ οσπίτι͜α η χώρα
Έναν τσ̌ιτσ̌ίν¹ κι έναν κοκόι¹
ας γίνουμες ατώρα

Εμάς πα για ν’ αγγεύ’νε μας
και -ν- ίγκλικαν¹ να λένε
Έναν τσ̌ιτσ̌ίν¹ κι έναν κοκκόι¹
και για τ’ εμάς να λέγ’νε

Τα χρόνια μ’, μ’ ερωτάτε με
(κι) άμον τσ̌εχέλτς ευτάω
Εγώ -ν- οψέ εγεννέθα
κι αύριον θ’ αποθάνω

Τα χρόνια έρθαν κι εδέβανε
κι εγώ χαπέρ’ ’κ’ επέρα
Τα χαβεζλούκια ντο είχα
και μετ’ ατά -ν- επέμ’να
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αγγεύ’νεπροσεγγίζουν, αναφέρουν
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απέσ’μέσα
αποθάνωπεθαίνω
ατάαυτά
ατώρατώρα
γίνουμεςγινόμαστε
εγεννέθαγεννήθηκα
εδέβανε(για τόπο) πέρασαν, διέσχισαν (για χρόνο) πέρασαν διαβαίνω
επέμ’νααπόμεινα
επέραπήρα
έρθανήρθαν
ευτάωκάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
ίγκλικανονομασία παιδικού παιχνιδιού της εποχής
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κοκόικοκοράκι (ηχομ. λέξη) από το «κο, κο»
λέγ’νελένε
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
οσπίτι͜ασπίτια hospitium<hospes
οψέχθες
παπάλι, επίσης, ακόμα
τσ̌εχέλτςάπειρος, ανώριμος, άβγαλτος cehil/cehl
τσ̌ιτσ̌ίνκοτοπουλάκι (ηχομ. λέξη) από τον τρόπο που καλούσαν τις κότες «τσ̌ίτσ̌! τσ̌ίτσ̌» για να τις ταΐσουν
χαβεζλούκιαπόθοι, επιθυμίες, γούστα heveslilik
χαπέρ’είδηση, νέο haber/ḫaber
χώραοι ξένοι γενικά, οι μη οικείοι, η ξενιτειά
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αγγεύ’νεπροσεγγίζουν, αναφέρουν
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απέσ’μέσα
αποθάνωπεθαίνω
ατάαυτά
ατώρατώρα
γίνουμεςγινόμαστε
εγεννέθαγεννήθηκα
εδέβανε(για τόπο) πέρασαν, διέσχισαν (για χρόνο) πέρασαν διαβαίνω
επέμ’νααπόμεινα
επέραπήρα
έρθανήρθαν
ευτάωκάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
ίγκλικανονομασία παιδικού παιχνιδιού της εποχής
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κοκόικοκοράκι (ηχομ. λέξη) από το «κο, κο»
λέγ’νελένε
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
οσπίτι͜ασπίτια hospitium<hospes
οψέχθες
παπάλι, επίσης, ακόμα
τσ̌εχέλτςάπειρος, ανώριμος, άβγαλτος cehil/cehl
τσ̌ιτσ̌ίνκοτοπουλάκι (ηχομ. λέξη) από τον τρόπο που καλούσαν τις κότες «τσ̌ίτσ̌! τσ̌ίτσ̌» για να τις ταΐσουν
χαβεζλούκιαπόθοι, επιθυμίες, γούστα heveslilik
χαπέρ’είδηση, νέο haber/ḫaber
χώραοι ξένοι γενικά, οι μη οικείοι, η ξενιτειά
Τα χρόνια έρθαν κι εδέβανε
Σημειώσεις
¹ Ίγκλικαν ή ίγκλικας, παιδικό παιχνίδι της εποχής κατά το οποίο κάποιο παιδί σκεφτόταν με το νου του ένα σπίτι του χωριού και τα υπόλοιπα προσπαθούσαν να μαντέψουν με ερωτήσεις ποιό σπίτι ήταν αυτό. Η δε στιχομυθία, παραδειγματικά, λάμβανε χώρα ως εξής:
- Ίγκλικας
- Πού κοιμάσαι;
- Σ’ Αγουρσίτ’κα
- Πόσα είναι εκεί;
- Τρία κοκόια και δύο τσ̌ιτσ̌ία
και προσπαθούσαν να βρούνε ποιό σπίτι είχε τρία κοκόια (κοκοράκια=αγόρια) και δύο τσ̌ιτσ̌ία (κοτοπουλάκια=κορίτσια)

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost